Ν.4174/2013 Άρθρο 30 - 39 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΟΓΔΟΟ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΦΟΡΟΥ

Άρθρο 30 Προσδιορισμός φόρου

1. Πράξη προσδιορισμού φόρου» είναι η πράξη, με την οποία καθορίζεται το ποσό της φορολογικής οφειλής ή απαίτησης του φορολογουμένου για μια συγκεκριμένη φορολογική περίοδο και η καταχώριση της πράξης αυ­τής στα βιβλία της Φορολογικής Διοίκησης. Με την πράξη προσδιορισμού φόρου συνιστάται και βεβαιώνεται η φορολογική οφειλή ή απαίτηση του φορολογούμενου.

 Πράξη προσδιορισμού φόρου είναι η πράξη, με την οποία καθορίζεται το ποσό της φορολογικής οφειλής ή απαίτησης του φορολογουμένου για μια ή περισσότερες φορολογικές περιόδους ή για ένα ή περισσότερα φορο­λογικά έτη ή διαχειριστικές περιόδους ή για μια ή περισ­σότερες φορολογικές υποθέσεις. Με την πράξη προσ­διορισμού φόρου συνιστάται και βεβαιώνεται η φορολο­γική οφειλή ή απαίτηση του φορολογούμενου. Η πράξη αυτή καταχωρίζεται ως εισπρακτέο ή επιστρεπτέο ποσό

στα βιβλία της Φορολογικής Διοίκησης. Με απόφαση του Γενικού Γραμματέα καθορίζονται τα βιβλία, στα οποία γί­νεται η καταχώριση, το περιεχόμενο, η διαδικασία και οι εξαιρέσεις από αυτή, καθώς και κάθε αναγκαία λεπτομέ­ρεια για την εφαρμογή του παρόντος ΕΝ.Φ.Ι.Α Άρθρου.

(όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρο 46 του ν.4223/2013)

2. Η Φορολογική Διοίκηση είναι αρμόδια να εκδίδει τις ακόλουθες πράξεις προσδιορισμού φόρου:

α) πράξη διοικητικού προσδιορισμού φόρου,

β) πράξη εκτιμώμενου προσδιορισμού φόρου, 

γ) πράξη διορθωτικού προσδιορισμού φόρου και 

δ) πράξη προληπτικού προσδιορισμού φόρου.

Άρθρο 31 Άμεσος προσδιορισμός φόρου

1.   «Άμεσος προσδιορισμός φόρου» είναι ο προσδιορι­σμός φόρου που προκύπτει χωρίς περαιτέρω ενέργεια, ταυτόχρονα με την υποβολή της φορολογικής δήλωσης.

2.    Ο φορολογούμενος δύναται να τροποποιεί τη φο­ρολογική δήλωσή του, σύμφωνα με το άρθρο 19 του Κώδικα, καταβάλλοντας την επιπλέον διαφορά φόρου ή δικαιούμενος επιστροφή του υπερβάλλοντος φόρου σύμφωνα με το άρθρο 42 του Κώδικα, έως την έκδο­ση εντολής φορολογικού ελέγχου. Ο άμεσος προσδι­ορισμός φόρου που προκύπτει από την τροποποιητική δήλωση υποκαθιστά τον αρχικό άμεσο προσδιορισμό φόρου.

Άρθρο 32 Διοικητικός προσδιορισμός φόρου

1. Στις περιπτώσεις που, κατά την κείμενη φορολογική νομοθεσία, η φορολογική δήλωση δεν συνιστά άμεσα και πράξη προσδιορισμού φόρου, η Φορολογική Διοί­κηση εκδίδει πράξη διοικητικού προσδιορισμού φόρου την οποία κοινοποιεί στον φορολογούμενο.

 Στις περιπτώσεις που, κατά την κείμενη φορολογική νομοθεσία, η φορολογική δήλωση δεν συνιστά άμεσο προσδιορισμό φόρου, η Φορολογική Διοί­κηση εκδίδει πράξη διοικητικού προσδιορισμού φόρου.

(όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 2 του άρθρο 46 του ν.4223/2013)

2. Η πράξη διοικητικού προσδιορισμού φόρου εκδί­δεται με βάση στοιχεία που έχουν τυχόν παρασχεθεί από τον φορολογούμενο σε φορολογική δήλωση ή κάθε άλλο στοιχείο που έχει στη διάθεσή της η Φορολογική Διοίκηση.

3. Εάν η Φορολογική Διοίκηση προσδιορίσει το φόρο ολικά ή μερικά με βάση στοιχεία διαφορετικά από αυτά που περιέχονται σε φορολογική δήλωση του φορολο­γούμενου, οφείλει να αναφέρει ειδικά τα στοιχεία αυτά στα οποία βασίστηκε ο προσδιορισμός του φόρου.

Άρθρο 33 Εκτιμώμενος προσδιορισμός φόρου

1.Σε περιπτώσεις που ο φορολογούμενος, παρά την υποχρέωσή του να υποβάλει φορολογική δήλωση σύμ­φωνα με τις διατάξεις της φορολογικής νομοθεσίας, δεν υποβάλει φορολογική δήλωση, η Φορολογική Διοίκηση δύναται να εκδώσει πράξη εκτιμώμενου προσδιορισμού φόρου ορίζοντας τη φορολογητέα ύλη, με βάση κάθε στοιχείο και πληροφορία που έχει στη διάθεσή της. Ο Γενικός Γραμματέας δύναται να εκδίδει απόφαση σχετικά με τον τρόπο προσδιορισμού της κατ' εκτίμηση φορολογητέας ύλης.

2.     Εάν, μετά την έκδοση της πράξης αυτής, ο φορο­λογούμενος υποβάλλει φορολογική δήλωση, η πράξη αυτή παύει να ισχύει αυτοδικαίως.

Σε περιπτώσεις που ο φορολογούμενος, παρά την υποχρέωσή του να υποβάλει φορολογική δήλωση σύμφω­να με τις διατάξεις της φορολογικής νομοθεσίας, δεν υ­ποβάλει φορολογική δήλωση, η Φορολογική Διοίκηση δύναται να εκδώσει πράξη εκτιμώμενου προσδιορισμού φόρου ορίζοντας τη φορολογητέα ύλη, με βάση κάθε στοιχείο και πληροφορία που έχει στη διάθεσή της και α­φορούν ιδίως το επίπεδο διαβίωσης του φορολογουμέ­νου, την άσκηση της επαγγελματικής ή επιχειρηματικής δραστηριότητάς του ή ομοειδείς επιχειρηματικές ή ε­παγγελματικές δραστηριότητες. Ο Γενικός Γραμματέας δύναται να εκδίδει απόφαση σχετικά με τον τρόπο προσ­διορισμού της κατ' εκτίμηση φορολογητέας ύλης και κά­θε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή του παρόντος Άρθρου. Εάν, μετά την έκδοση της πράξης αυ­τής, ο φορολογούμενος υποβάλλει φορολογική δήλωση, η πράξη αυτή παύει να ισχύει αυτοδικαίως.

(όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 3 του άρθρο 46 του ν.4223/2013)

Άρθρο 34 Διορθωτικός προσδιορισμός φόρου

Η Φορολογική Διοίκηση δύναται να προβεί, μετά από έλεγχο, σε έκδοση πράξης διόρθωσης οποιουδήπο­τε προηγούμενου άμεσου, διοικητικού, εκτιμώμενου ή προληπτικού προσδιορισμού φόρου, εφόσον από τον έλεγχο διαπιστωθεί αιτιολογημένα ότι ο προηγούμε­νος προσδιορισμός φόρου ήταν ανακριβής ή εσφαλ­μένος. Ο διορθωτικός προσδιορισμός φόρουπου εκδίδεται κατόπιν πλήρους φορολο­γικού ελέγχου, υπόκειται σε μεταγενέστερη διόρθωση, μόνο εάν προκύψουν νέα στοιχεία, όπως αυτά ορίζονται στην παράγραφο 5 του άρθρου 25 του Κώδικα. Ο φορολογούμενος δύναται να ζητά την έκδοση πράξης διόρθωσης διοικητικού προσδιο­ρισμού φόρου, σε περίπτωση υποβολής τροποποιητι­κής δήλωσης σχετικά με την οποία έχει εκδοθεί πράξη διοικητικού προσδιορισμού του φόρου . Η Φορολογική Διοίκηση υποχρεούται να εκδώσει πράξη διορθωτικού προσδιορισμού φόρου μόνο εφόσον κάνει αποδεκτή την τροποποιητική δήλωση.

Η Φορολογική Διοίκηση δύναται να προβεί σε έκδοση πράξης διορθωτικού προσδιορισμού φόρου και στην πε­ρίπτωση κατά την οποία δεν υποβλήθηκε δήλωση από τον φορολογούμενο και δεν έχει εκδοθεί πράξη εκτιμώ­μενου προσδιορισμού φόρου.

(Oι προσθήκη των λέξεων και του τελευταίου εδαφίου έγιναν με την παρ. 4 του άρθρο 46 του ν.4223/2013)

Άρθρο 35 Προληπτικός προσδιορισμός φόρου

1.    Η Φορολογική Διοίκηση μπορεί να εκδίδει πράξη προληπτικού προσδιορισμού φόρου μετά την έναρξη της φορολογικής περιόδου αλλά πριν την ημερομη­νία υποβολής της αντίστοιχης φορολογικής δήλωσης, προκειμένου να διασφαλίσει την άμεση είσπραξη του φόρου, εφόσον υπάρχουν συγκεκριμένες ενδείξεις ότι ο φορολογούμενος σκοπεύει να εγκαταλείψει τη χώρα, θέτοντας σε κίνδυνο την είσπραξη του φόρου, ιδίως μέσω της μεταβίβασης περιουσιακών στοιχείων σε άλλο πρόσωπο. Στην περίπτωση αυτή, κατά παρέκκλιση του άρθρου 63 του Κώδικα, ο φορολογούμενος δύναται να προσφύγει κατά της πράξης προληπτικού προσδιορι­σμού φόρου απευθείας ενώπιον του αρμόδιου διοικη­τικού δικαστηρίου αμφισβητώντας τη συνδρομή των περιστάσεων που δικαιολογούν την έκδοση της πράξης προληπτικού προσδιορισμού φόρου.

2.     Ο φορολογούμενος είτε καταβάλλει εφάπαξ τη φορολογική οφειλή που ορίζεται από τον προληπτικό προσδιορισμό φόρου, είτε εξασφαλίζει την καταβολή αυτής, παρέχοντας εγγύηση ή αποδεχόμενος την εγ­γραφή βάρους επί της περιουσίας του υπέρ της Φο­ρολογικής Διοίκησης για το συνολικό ποσό της φο­ρολογικής οφειλής. Η εγγύηση και η εγγραφή βάρους διατηρούνται μέχρι την πλήρη εξόφληση της φορολο­γικής υποχρέωσης.

3.     Ο προληπτικός προσδιορισμός φόρου ακολουθεί­ται από διορθωτικό προσδιορισμό φόρου εντός ενός (1) έτους μετά την ημερομηνία έκδοσης της πράξης προληπτικού προσδιορισμού φόρου.

Άρθρο 36 Παραγραφή

1.   Η Φορολογική Διοίκηση μπορεί να προβεί σε έκδοση πράξης διοικητικού, εκτιμώμενου ή διορθωτικού προσ­διορισμού φόρου εντός πέντε (5) ετών από τη λήξη του έτους φορολογικού έτους.

 Η Φορολογική Διοίκηση μπορεί να προβεί σε έκδοση πράξης διοικητικού, εκτιμώμενου ή διορθωτικού προσ­διορισμού φόρου εντός πέντε (5) ετών από τη λήξη του οικείου  εντός του οποίου λήγει η προθεσμία υποβολής δήλωσης.

(όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 5 του άρθρο 46 του ν.4223/2013)

Στις περιπτώσεις που για κάποια φορολογία προβλέπεται η υποβολή περισσότερων δηλώσεων, η έκδοση της πράξης του προηγούμενου εδαφίου μπορεί να γίνει εντός πέντε (5) ετών από τη λήξη του έτους εντός του οποίου λήγει η προθεσμία υποβολής της τελευταίας δήλωσης.

(Το δεύτερο εδάφιο προστέθηκε με την παράγραφο 4 του άρθρου 2 του ν. 4281/2014 και ισχύει από 8/8//2014.)

2.     Η περίοδος που αναφέρεται στην παράγραφο 1 παρατείνεται στις εξής περιπτώσεις:

α) εάν ο φορολογούμενος υποβάλει τροποποιητική δήλωση εντός του πέμπτου έτους της προθεσμίας πα­ραγραφής, για περίοδο ενός έτους από τη λήξη της πενταετίας,

εάν ο φορολογούμενος υποβάλει αρχική ή τροποποιητική δήλωση εντός του πέμπτου έτους της προθεσμίας πα­ραγραφής, για περίοδο ενός έτους από τη λήξη της πενταετίας,

(όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 6 του άρθρο 46 του ν.4223/2013)

β) εάν ζητηθούν πληροφορίες από χώρα της αλλοδα­πής, για όσο χρονικό διάστημα απαιτηθεί για τη διαβί­βαση των εν λόγω πληροφοριών προσαυξημένο κατά ένα έτος από την παραλαβή τους από τη Φορολογική Διοίκηση,

γ) εάν ασκηθεί ενδικοφανής προσφυγή, ένδικο βοή­θημα ή μέσο, για περίοδο ενός έτους μετά την έκδοση απόφασης, η οποία δεν προσβάλλεται με ένδικο βοή­θημα ή μέσο και μόνο για το ζήτημα, το οποίο αφορά.

 εάν ασκηθεί ενδικοφανής προσφυγή, ένδικο βοή­θημα ή μέσο, για περίοδο ενός έτους μετά την έκδοση απόφασης επί της δικομανούς προσφυγής ή την έκδοση αμετάκλητης δικαστικής απόφασης,  και μόνο για το ζήτημα, το οποίο αφορά.

(όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 6 του άρθρο 46 του ν.4223/2013)

3.    Εξαιρετικά, πράξη διοικητικού, εκτιμώμενου ή διορ­θωτικού προσδιορισμού φόρου για περιπτώσεις φορο­διαφυγής μπορεί να εκδοθεί εντός είκοσι (20) ετών από τη λήξη του φορολογικού έτους.

  Εξαιρετικά, πράξη διοικητικού, εκτιμώμενου ή διορ­θωτικού προσδιορισμού φόρου για περιπτώσεις φορο­διαφυγής μπορεί να εκδοθεί εντός είκοσι (20) ετών από τη λήξη του έτους εντός του οποίου λήγει η προθεσμία υποβολής δήλω­σης .

(όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 7 του άρθρο 46 του ν.4223/2013)

4.     Εάν ο διορθωτικός προσδιορισμός φόρου συνεπά­γεται τροποποίηση πράξης προσδιορισμού φόρου για φορολογικό έτος για το οποίο το δικαίωμα ελέγχου έχει παραγραφεί, η αντίστοιχη προσαρμογή φόρου διενερ­γείται στο παλαιότερο φορολογικό έτος για το οποίο το δικαίωμα ελέγχου δεν έχει ακόμη παραγραφεί και στο οποίο αφορά ο διορθωτικός προσδιορισμός φόρου.

Άρθρο 37 Κοινοποίηση προσδιορισμού φόρου Έκδοση και κοινοποίηση πράξης προσδιορισμού φό­ρου

(όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 8 του άρθρο 46 του ν.4223/2013)

Η κατά τα άρθρα 32, 33, 34 και 35 πράξη προσδιορι­σμού φόρου υπογράφεται από τον Γενικό Γραμματέα ή άλλον ειδικά οριζόμενο υπάλληλο της Φορολογικής Διοίκησηςκαι κοινοποιείται στο πρόσωπο στο οποίο αφορά ο προσδιορισμός φόρου. Η πράξη προσδιορισμού φόρου περιέχει τουλάχιστον τις εξής πληροφορίες:

Η κατά τα άρθρα 32, 33, 34 και 35 πράξη προσδιορι­σμού φόρου υπογράφεται από τον Γενικό Γραμματέα ή άλλον ειδικά οριζόμενο υπάλληλο της Φορολογικής Διοίκησης . Η πράξη προσδιορισμού φόρου περιέχει  τις εξής πληροφορίες:

(όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 9 του άρθρο 46 του ν.4223/2013)

α) το ονοματεπώνυμο ή την επωνυμία του φορολο­γούμενου,

β) τον αριθμό φορολογικού μητρώου του φορολο­γούμενου, εφόσον έχει αποδοθεί στον φορολογούμενο, 

γ) την ημερομηνία έκδοσης της πράξης, 

δ) το είδος προσδιορισμού του φόρου και το θέμα στο οποίο αφορά η πράξη, 

ε) το ποσό της φορολογικής οφειλής, 

στ) την ημερομηνία μέχρι την οποία πρέπει να εξο­φληθεί ο φόρος, 

ζ) τον τόπο εξόφλησης του φόρου, 

ζ(η) τους λόγους για τους οποίους η Φορολογική Διοί­κηση προέβη στον προσδιορισμό φόρου και τον τρόπο με τον οποίο υπολογίστηκε το ποσό του φόρου,

η(θ) το χρόνο, τον τόπο και τον τρόπο αμφισβήτησης του προσδιορισμού φόρου, και 

ι) λοιπές πληροφορίες.

ι) τυχόν αλληλεγγύως υπεύθυνα πρόσωπα

 κ' λοιπές πληροφορίες

(Η περ. ι) όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 10 του άρθρο 46 του ν.4223/2013 και με την ίδια παρ. προστέθηκε η περ. κ))

Η πράξη προσδιορισμού φόρου κοινοποιείται στο πρόσωπο στο οποίο αφορά ο προσδιορισμός φόρου

(Το παραπάνω εδάφιο προστέθηκε με την παρ. 11 του άρθρο 46 του ν.4223/2013 )

Με την πράξη διορθωτικού προσδιορισμού του φόρου κοινοποιείται ταυτόχρονα και η οικεία έκθεση ελέγχου, εκτός από την περίπτωση του τετάρτου εδαφίου του άρθρου 34..

(η περ. ζ διαγράφικε και οι η,θ,ι ,κ  αναριθμήθηκαν σε ζ,η,θ,κ και συμπληρώθηκε η παραπάνω παράγραφος σύμφωνα  με τη παρ.7α της υποπαραγράφου Δ2 του πρ΄ωτου άρθρου του ν.4254/2014)

Ο τύπος των πράξεων προσδιορισμού του φόρου και της οικείας έκθεσης καθορίζεται με απόφαση του Γε­νικού Γραμματέα.

Άρθρο 38 Γενική διάταξη κατά της φοροαποφυγής

1.    Κατά τον προσδιορισμό φόρου, η Φορολογική Διοί­κηση δύναται να αγνοεί κάθε τεχνητή ρύθμιση ή σειρά ρυθμίσεων που αποβλέπει σε αποφυγή της φορολό­γησης και οδηγεί σε φορολογικό πλεονέκτημα. Οι εν λόγω ρυθμίσεις αντιμετωπίζονται, για φορολογικούς σκοπούς, με βάση τα χαρακτηριστικά της οικονομικής τους υπόστασης.

2.    Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, ως «ρύθμιση» νοείται κάθε συναλλαγή, καθεστώς, δράση, πράξη, συμ­φωνία, επιχορήγηση, συνεννόηση, υπόσχεση, δέσμευση ή εκδήλωση. Μια ρύθμιση μπορεί να περιλαμβάνει πε­ρισσότερα από ένα στάδια ή μέρη.

3.     Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, η ρύθμιση ή σειρά ρυθμίσεων είναι τεχνητή εφόσον στερείται εμπορικής ουσίας. Για τον καθορισμό του τεχνητού ή μη χαρακτήρα μιας ρύθμισης ή σειράς ρυθμίσεων, η Φορολογική Διοίκηση εξετάζει εάν αυτές αφορούν μία ή περισσότερες από τις ακόλουθες καταστάσεις:

α) ο νομικός χαρακτηρισμός των μεμονωμένων σταδίων από τα οποία αποτελείται μια ρύθμιση είναι ασυμβίβαστος με τη νομική υπόσταση της ρύθμισης στο σύνολό της'

β) η ρύθμιση ή σειρά ρυθμίσεων εφαρμόζεται κατά τρόπο που δεν συνάδει με μια φυσιολογική επιχειρη­ματική συμπεριφορά'

γ) η ρύθμιση ή σειρά ρυθμίσεων περιλαμβάνει στοιχεία που έχουν ως αποτέλεσμα την αλληλοαντιστάθμιση ή την αλληλοακύρωσή τους' δ) η σύναψη συναλλαγών είναι κυκλικού χαρακτήρα' ε) η ρύθμιση ή σειρά ρυθμίσεων οδηγεί σε σημαντικό φορολογικό πλεονέκτημα αλλά αυτό δεν αντανακλάται στους επιχειρηματικούς κινδύνους τους οποίους αναλαμ­βάνει ο υποκείμενος στο φόρο ή στις ταμειακές ροές του' στ) το αναμενόμενο περιθώριο κέρδους πριν από το φόρο είναι σημαντικό σε σύγκριση με το ύψος του ανα­μενόμενου φορολογικού πλεονεκτήματος.

4.    Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, ο στόχος μιας ρύθμισης ή σειράς ρυθμίσεων συνίσταται στην αποφυγή της φορολόγησης, εφόσον, ανεξαρτήτως από τις υποκει­μενικές προθέσεις του υποκείμενου στο φόρο, αντίκειται στο αντικείμενο, στο πνεύμα και στο σκοπό των φορο­λογικών διατάξεων που θα ίσχυαν σε άλλη περίπτωση.

5.    Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, ένας δεδομέ­νος στόχος πρέπει να θεωρείται ουσιαστικός, εφόσον οιοσδήποτε άλλος στόχος που αποδίδεται ή θα μπο­ρούσε να αποδοθεί στη ρύθμιση ή στη σειρά ρυθμίσεων φαίνεται αμελητέος, λαμβανομένων υπόψη όλων των περιστάσεων της υπόθεσης.

6.    Για να καθοριστεί εάν η ρύθμιση ή η σειρά ρυθμίσεων έχει οδηγήσει σε φορολογικό πλεονέκτημα με την έννοια της παραγράφου 1, η Φορολογική Διοίκηση συγκρίνει το ύψος του οφειλόμενου φόρου από έναν υποκείμενο στο φόρο, λαμβάνοντας υπόψη την εν λόγω ρύθμιση, με το ποσό που θα όφειλε ο ίδιος υποκείμενος στο φόρο υπό τις ίδιες συνθήκες, εν απουσία της εν λόγω ρύθμισης.

1.   Κατά τον προσδιορισμό φόρου, η Φορολογική Διοί­κηση δύναται να αγνοεί κάθε τεχνητή διευθέτηση ή σει­ρά διευθετήσεων που αποβλέπει σε αποφυγή της φορο­λόγησης και οδηγεί σε φορολογικό πλεονέκτημα. Οι εν λόγω διευθετήσεις αντιμετωπίζονται, για φορολογικούς σκοπούς, με βάση τα χαρακτηριστικά της οικονομικής τους υπόστασης.

2.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, ως «διευθέτη­ση» νοείται κάθε συναλλαγή, δράση, πράξη, συμφωνία, επιχορήγηση, συνεννόηση, υπόσχεση, δέσμευση ή γε­γονός. Μια διευθέτηση μπορεί να περιλαμβάνει περισσό­τερα από ένα στάδια ή μέρη.

3.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, η διευθέτηση ή σειρά διευθετήσεων είναι τεχνητή εφόσον στερείται οικονομικής ή εμπορικής ουσίας. Για τον καθορισμό του τεχνητού ή μη χαρακτήρα μιας διευθέτησης ή σειράς δι­ευθετήσεων, η Φορολογική Διοίκηση εξετάζει εάν αυτές αφορούν μια ή περισσότερες από τις ακόλουθες κατα­στάσεις:

α) ο νομικός χαρακτηρισμός των μεμονωμένων στα­δίων από τα οποία αποτελείται μια διευθέτηση είναι α­συμβίβαστος με τη νομική υπόσταση της διευθέτησης στο σύνολό της·

β) η διευθέτηση ή σειρά διευθετήσεων εφαρμόζεται κατά τρόπο που δεν συνάδει με μια συνήθη επιχειρηματι­κή συμπεριφορά·

γ) η διευθέτηση ή σειρά διευθετήσεων περιλαμβάνει στοιχεία που έχουν ως αποτέλεσμα την αλληλοαντιστάθμιση ή την αλληλοακύρωσή τους· δ) η σύναψη συναλλαγών είναι κυκλικού χαρακτήρα· ε) η διευθέτηση ή σειρά διευθετήσεων οδηγεί σε ση­μαντικό φορολογικό πλεονέκτημα αλλά αυτό δεν αντα­νακλάται στους επιχειρηματικούς κινδύνους, τους οποί­ους αναλαμβάνει ο φορολογούμενος ή στις ταμειακές ροές του·

στ) το αναμενόμενο περιθώριο κέρδους πριν από το φόρο είναι σημαντικό σε σύγκριση με το ύψος του ανα­μενόμενου φορολογικού πλεονεκτήματος.

4.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, ο στόχος μιας διευθέτησης ή σειράς διευθετήσεων συνίσταται στην α­ποφυγή της φορολόγησης, εφόσον, ανεξαρτήτως από τις υποκειμενικές προθέσεις του φορολογούμενου αντί­κειται στο αντικείμενο, στο πνεύμα και στο σκοπό των φορολογικών διατάξεων που θα ίσχυαν σε άλλη περί­πτωση.

5.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, ένας δεδομέ­νος στόχος πρέπει να θεωρείται κρίσιμος, εφόσον οποιοσδήποτε άλλος στόχος που αποδίδεται ή θα μπορούσε να αποδοθεί στη διευθέτηση ή στη σειρά διευθετήσεων φαίνεται αμελητέος, λαμβανομένων υπόψη όλων των περιστάσεων της υπόθεσης.

6. Για να καθοριστεί εάν η διευθέτηση ή η σειρά διευ­θετήσεων έχει οδηγήσει σε φορολογικό πλεονέκτημα με την έννοια της παραγράφου 1, η Φορολογική Διοίκηση συγκρίνει το ύψος του οφειλόμενου φόρου από τον φο­ρολογούμενο, λαμβάνοντας υπόψη την εν λόγω διευθέ­τηση, με το ποσό που θα όφειλε ο ίδιος φορολογούμε­νος υπό τις ίδιες συνθήκες, εν απουσία της εν λόγω δι­ευθέτησης.

(όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 12 του άρθρο 46 του ν.4223/2013)

Άρθρο 39 Δικαιολόγηση προσαύξησης περιουσίας

Σε περίπτωση διαπίστωσης προσαύξησης περιουσίας κατά την παράγραφο 4 του άρθρου 21 του Κώδικα Φο­ρολογίας Εισοδήματος, η προσαύξηση αυτή δεν υπόκει­ται σε φορολογία, εφόσον ο φορολογούμενος αποδείξει την πραγματική πηγή αυτής, καθώς επίσης και ότι αυτή είτε έχει υπαχθεί σε νόμιμη φορολογία είτε απαλλάσ­σεται από το φόρο σύμφωνα με ειδικές διατάξεις.