Οι επιχειρήσεις οι οποίες έχουν υπαχθεί στις διατάξεις του άρθρου 44 του ν. 1892/1990 (ΦΕΚ 101 Α /31.7.1990) δύνανται, μετά την έκδοση της επικυρωτικής απόφασης από το αρμόδιο εφετείο, να υποβάλλουν δηλώσεις παντός φόρου, τέλους ή εισφοράς υπέρ τρίτων εντός ανατρεπτικής προθεσμίας εξήντα (60) ημερών από τη δημοσίευση του παρόντος, οι οποίες θα θεωρούνται εμπρόθεσμες, εφόσον οι φορολογικές υποχρεώσεις για τις οποίες υποβάλλονται γεννήθηκαν και αφορούν προγενέστερο της επικυρωτικής απόφασης χρονικό διάστημα και μέχρι την ημερομηνία που οι φορολογικές τους υποχρεώσεις ρυθμίζονται με την επικυρωθείσα συμφωνία.
Σε περίπτωση κατά την οποία στις ανωτέρω επιχειρήσεις έχουν ήδη καταλογιστεί κύριοι και πρόσθετα φόροι, τέλη, εισφορές, ως και τυχόν πρόστιμα που αφορούν το ίδιο ως άνω χρονικό διάστημα και οι αντίστοιχες υποθέσεις εκκρεμούν σης αρμόδιες δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες (Δ.Ο.Υ.) ή ενώπιον των δικαστηρίων οποιουδήποτε βαθμού και δικαιοδοσίας, παρέχεται η δυνατότητα στις επιχειρήσεις αυτές να υποβάλουν αίτηση στον αρμόδιο προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας (Δ.Ο.Υ.) εντός ανατρεπτικής προθεσμίας εξήντα (60) ημερών από τη δημοσίευση του παρόντος και να ζητήσουν τη διοικητική επίλυση της διαφοράς κατά τη διαδικασία του ν.δ. 4600/ 1966 (ΦΕΚ 242 Α), χωρίς την υποχρέωση για καταβολή πρόσθετων φόρων, προσαυξήσεων και προστίμων. Οι κύριοι φόροι, τα τέλη και οι εισφορές που προκύπτουν βάσει δηλώσεων ή κατόπιν της διοικητικής επίλυσης της διαφοράς, βεβαιώνονται και καταβάλλονται σε δώδεκα (12) ισόποσες δόσεις από τις οποίες η πρώτη τον επόμενο
μήνα από τη βεβαίωση και οι υπόλοιπες την τελευταία εργάσιμη, για τις δημόσιες υπηρεσίες, ημέρα των έντεκα (11) επόμενων μηνών.
Τυχόν βεβαιωθέντα ποσά, καταβληθέντα ή όχι, εκπίπτουν με έκδοση ατομικού φύλλου έκπτωσης (Α.Φ.ΕΚ.) και η βεβαίωση ενεργείται εξ υπαρχής με βάση το πρακτικό διοικητικής επίλυσης της διαφοράς. Σε περίπτωση κατά την οποία, λόγω προηγηθείσας μερικής ή ολικής καταβολής, προκύπτει από την εκκαθάριση του Α.Φ.ΕΚ. επιστροφή χρηματικού ποσού, αυτό συμψηφίζεται με τη νέα βεβαίωση στις παραπάνω δόσεις, χωρίς να απαιτείται αυτές να έχουν καταστεί ληξιπρόθεσμες.
Προϋπόθεση εφαρμογής των διατάξεων αυτών είναι η εμπρόθεσμη καταβολή των παραπάνω δόσεων, ενώ σε περίπτωση μη εμπρόθεσμης καταβολής δύο συνεχών δόσεων, εφαρμόζονται οι διατάξεις που ίσχυαν κατά το χρόνο διάπραξης των παραβάσεων.