Ν. 2648: Άρθρο 9 Εκκρεμείς υποθέσεις προσωπικών ειδών μετοικούντων

1. Οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 5 του άρθρου 9 της Δ.245/1988 απόφασης του Υπουργού Οικονομικών, όπως ισχύουν, εφαρμόζονται και σε εκκρεμείς υποθέσεις ενώπιον των τελωνειακών και δικαστικών αρχών για προσωπικά είδη που έχουν παραληφθεί με βάση την πιο πάνω απόφαση, καθώς και τη Δ.264/1985 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών (ΦΕΚ 139 Β), που κυρώθηκε με το ν. 1591/1986 (ΦΕΚ 50 Α ), εφόσον δεν έχει εκδοθεί αμετάκλητη δικαστική απόφαση και οι ενδιαφερόμενοι παραιτηθούν από τα ένδικα μέσα και καταβάλλουν τα ποσά που ορίζονται στις ίδιες πιο πάνω παραγράφους 1 και 5, χωρίς προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής. Η καταβολή των οφειλόμενων επιβαρύνσεων γίνεται εντός αποκλειστικής προθεσμίας τριών (3) μηνών από την επίδοση από την αρμόδια τελωνειακή αρχή σχετικής πρόσκλησης. Για επιβατικά αυτοκίνητα, τα οποία κατά το χρόνο του εκτελωνισμού ήταν νέας ή αντιρρυπα­ντικής τεχνολογίας, με την έννοια ότι έφεραν εκ κα­τασκευής καταλύτη και ήταν αντιρρυπαντικής τεχνολο­γίας και όχι κατ' ανάγκη καινούργια και χρεώθηκαν ποσά Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης, με βάση τους συντελεστές του άρθρου 1 του ν. 363/1976, επαναχρεώνονται με βάση τους συντελεστές του άρθρου 1 του ν. 1858/1989 (ΦΕΚ 148 Α ) ή του άρθρου 37 του ν. 1882/1990 που ίσχυαν κατά τον ίδιο χρόνο. Τυχόν ασκηθείσα ποινική δίωξη παύει οριστικά με πράξη του αρμόδιου εισαγγελέα και τα δεσμευθέντα ή κατασχεθέντα προσωπικά είδη αποδίδονται στους δικαιούχους. Καταβληθέντα ποσά σε εκτέλεση πράξεων ή αποφάσεων των αρμόδιων τελω­νειακών αρχών συμψηφίζονται με πράξη της αρμόδιας τελωνειακής αρχής μέχρι των προσδιορισθέντων ποσών των παραγράφων 1 και 5 και τα τυχόν επιπλέον δεν επιστρέφονται.

2. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου έχουν εφαρμογή για τα πρόσωπα που άσκησαν το δικαίωμα της μετοικεσίας, καθώς και για τους αγοραστές ή κατόχους των αυτοκινήτων και λοιπών ειδών για τους οποίους διαπιστώθηκε παράβαση των σχετικών διατά­ξεων, όχι όμως για άλλα άτομα που με οποιονδήποτε τρόπο συμμετείχαν στη παραπάνω παράβαση και ιδίως για όσους αναμείχθηκαν ως έμποροι ή επαγγελματίες στη σχετική παράβαση για τους οποίους εφαρμόζεται η κείμενη νομοθεσία.