Ν. 2859: Άρθρο 41 Ειδικό καθεστώς αγροτών

 

1.  Οι αγρότες, για την παράδοση αγροτικών προϊόντων παραγωγής τους και για την παροχή αγροτικών υπηρε­σιών, υπάγονται στο καθεστώς του άρθρου αυτού και δι­καιούνται να ζητήσουν την επιστροφή του φόρου του πα­ρόντος νόμου που επιβάρυνε τις αγορές αγαθών ή λήψεις υπηρεσιών, τις οποίες πραγματοποίησαν για την άσκηση της εκμετάλλευσής τους.

2.  Η επιστροφή του φόρου ενεργείται από το Δημόσιο με καταβολή στον αγρότη ποσού, το οποίο προκύπτει με την εφαρμογή των κατ'αποκοπή συντελεστών, στην αξία των παραδιδομένων αγροτικών προϊόντων και των παρε­χόμενων αγροτικών υπηρεσιών του Παραρτήματος Ιν του παρόντος, ως εξής:

α) τέσσερα τοις εκατό (4%), για τα προϊόντα και τις υ­πηρεσίες του Κεφαλαίου Α' και τα προϊόντα των παρα­γράφων 1, 2 και 3 του Κεφαλαίου Β',

β) πέντε τοις εκατό (5%), για τα υπόλοιπα προϊόντα του Κεφαλαίου Β', και γ) έξι τοις εκατό (6%), για τα προϊόντα του Κεφαλαίου Γ'. Για την εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου αυ­τής, ως αξία των παραδιδόμενων προϊόντων ή των παρε­χομένων υπηρεσιών, λαμβάνεται αυτή που προκύπτει α­πό τα οικεία νόμιμα παραστατικά.

Σε περίπτωση παράδοσης αγροτικών προϊόντων από τρίτους υποκείμενους στο φόρο, για λογαριασμό των πα­ραγωγών αγροτών, η παραπάνω αξία λαμβάνεται χωρίς φόρο και προμήθεια.

3.  Οι διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων δεν ε­φαρμόζονται σε περίπτωση παράδοσης αγροτικών προϊ­όντων ή παροχής αγροτικών υπηρεσιών σε άλλους αγρό­τες, που υπάγονται στο καθεστώς του άρθρου αυτού ή σε μη υποκείμενους στο φόρο.

4.  Οι διατάξεις των άρθρων 30, 31, 32, 36 και 38 δεν ε­φαρμόζονται για τους αγρότες που υπάγονται στο καθε­στώς του άρθρου αυτού.

5.  Δεν υπάγονται στο καθεστώς του άρθρου αυτού οι α­γρότες οι οποίοι :

α) ασκούν τις αγροτικές εκμεταλλεύσεις και παρέχουν τις αγροτικές υπηρεσίες που προβλέπουν οι διατάξεις του άρθρου 42, με τη μορφή εταιρείας οποιουδήποτε τύ­που ή αγροτικών συνεταιρισμών,

β) πωλούν αγροτικά προϊόντα παραγωγής τους, ύστε­ρα από επεξεργασία που μπορεί να προσδώσει σ'αυτά χα­ρακτήρα βιομηχανικών ή βιοτεχνικών προϊόντων,

γ) ασκούν παράλληλα και άλλη οικονομική δραστηριό­τητα, για την οποία έχουν υποχρέωση να τηρούν βιβλία δεύτερης ή ανώτερης κατηγορίας του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων.

6.  Οι αγρότες που παραδίδουν προϊόντα παραγωγής τους από δικό τους κατάστημα, καθώς και αυτοί που πραγματοποιούν εξαγωγές ή παραδόσεις προϊόντων πα­ραγωγής τους προς άλλο κράτος-μέλος, θεωρούνται ότι ασκούν δύο οικονομικές δραστηριότητες και ότι ενερ­γούν παράδοση αγροτικών προϊόντων από την αγροτική εκμετάλλευση στην εμπορική επιχείρησή τους.

Για την παράδοση αυτή εκδίδεται ειδικό στοιχείο που περιλαμβάνει το είδος, την ποσότητα, την ποιότητα και την κανονική αξία των παραδιδόμενων αγαθών, όπως αυ­τή ορίζεται από τις διατάξεις της περίπτωσης γ'της παρα­γράφου 2 του άρθρου 19.

7.  Οι αγρότες μπορούν να μετατάσσονται από το ειδικό καθεστώς του άρθρου αυτού στο κανονικό και αντίστρο­φα, με δήλωσή τους που υποβάλλεται στον αρμόδιο οι­κονομικό έφορο το πρώτο δεκαήμερο του πρώτου μήνα της διαχειριστικής περιόδου.

Η μετάταξη ισχύει από την έναρξη της διαχειριστικής περιόδου κατά την οποία υποβάλλεται η δήλωση και δεν μπορεί να ανακληθεί πριν από την πάροδο πενταετίας, ε­φόσον μετατάσσεται στο κανονικό καθεστώς.

Αν κατά τη διάρκεια διαχειριστικής περιόδου συντρέξει μία από τις προϋποθέσεις της παραγράφου 5, οι αγρότες, από την επόμενη διαχειριστική περίοδο, στε-ρούνται του δικαιώματος επιστροφής του φόρου, που προβλέπουν οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2.

8.  Οι μετατασσόμενοι είναι υποχρεωμένοι να συντάσ­σουν, σε θεωρημένες από τον αρμόδιο Π ροϊστάμενο ΔΟΥ καταστάσεις, μέσα σε προθεσμία δύο (2) μηνών από την έναρξη της διαχειριστικής περιόδου, απογραφή που να περιλαμβάνει:

α) τα αποθέματα των αγροτικών προϊόντων, στα οποία περιλαμβάνονται όσα έχουν συλλεχθεί, οι ηρτημένοι καρ­ποί και οι καλλιέργειες που βρίσκονται σε εξέλιξη, κατά συντελεστή του κατ'αποκοπή φόρου,

β) τα αποθέματα των πρώτων υλών της αγροτικής παρα­γωγής, όπως σπόρων, λιπασμάτων, φυτοφαρμάκων, ζωο­τροφών και λοιπών συναφών, κατά συντελεστή φόρου,

γ) τα αγαθά επένδυσης, εφόσον είναι χρησιμοποιήσιμα για τους σκοπούς της επιχείρησης και δεν παρήλθε η πε­νταετής περίοδος του διακανονισμού.

Τα αποθέματα των πιο πάνω περιπτώσεων β'και γ'απο- γράφονται σε τιμές κόστους.

9.  Τα αποθέματα των αγροτικών προϊόντων θεωρού­νται:

α) ως αγορές του κανονικού καθεστώτος απόδοσης του φόρου, σε τιμή πώλησης κατά το χρόνο της μετάταξης, με δικαίωμα να εκπέσουν τον κατ'αποκοπή φόρο, στην περί­πτωση που γίνεται μετάταξη από το καθεστώς των αγρο­τών στο κανονικό καθεστώς,

β) ως παράδοση αγαθών σε τιμή πώλησης, υποκείμενη στο φόρο με τον κατ'αποκοπή συντελεστή, στην περί­πτωση που γίνεται μετάταξη από το κανονικό καθεστώς α­πόδοσης του φόρου στο καθεστώς των αγροτών.

10.          Σε περίπτωση μετάταξης από το ειδικό καθεστώς των αγροτών στο κανονικό καθεστώς απόδοσης του φό­ρου, οι μετατασσόμενοι δικαιούνται να εκπέσουν το φόρο με τον οποίο έχουν επιβαρυνθεί:

α) τα αποθέματα των πρώτων υλών της αγροτικής πα­ραγωγής,

β) τα αγαθά επένδυσης, κατά το μέρος του φόρου που αναλογεί στα υπόλοιπα έτη της πενταετούς περιόδου δια­κανονισμού.

11.          Σε περίπτωση μετάταξης από το κανονικό καθεστώς απόδοσης του φόρου στο καθεστώς των αγροτών, οι με­τατασσόμενοι είναι υποχρεωμένοι να καταβάλλουν το φόρο με τον οποίο έχουν επιβαρυνθεί:

α) τα αποθέματα των πρώτων υλών της αγροτικής πα­ραγωγής,

β) τα αγαθά επένδυσης, κατά το μέρος τους που ανα­

λογεί στα υπόλοιπα έτη του διακανονισμού της πενταε­τούς περιόδου.

12.          Για τα απογραφόμενα αγαθά που προβλέπουν οι διατάξεις της παραγράφου 8, υποβάλλεται, μέσα σε δύο (2) μήνες, από τη μετάταξη, δήλωση που περιλαμβάνει την αξία των αποθεμάτων και το φόρο που εκπίπτεται ή καταβάλλεται, κατά περίπτωση, σύμφωνα με τις διατά­ξεις των πιο πάνω παραγράφων 9, 10 και 11.

Ο φόρος αυτός καταβάλλεται ή εκπίπτεται, κατά περί­πτωση, με την πιο πάνω δήλωση για την οποία εφαρμόζο­νται ανάλογα οι διατάξεις του άρθρου 38.

13.          Στην πρώτη εφαρμογή του παρόντος νόμου, οι α­γρότες μπορούν με δήλωση έναρξης, που υποβάλλεται στον αρμόδιο Προϊστάμενο ΔΟΥ μέσα σε είκοσι (20) ημέ­ρες από την έναρξη ισχύος του, να υπαχθούν στο κανονι­κό καθεστώς.

Οι αγρότες που αρχίζουν για πρώτη φορά τις εργασίες τους και επιθυμούν να υπαχθούν στο κανονικό καθεστώς υποβάλλουν δήλωση έναρξης μέσα σε είκοσι (20) ημέρες από την έναρξη των αγροτικών εργασιών τους.

14.          Με κοινές αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών και του κατά περίπτωση αρμόδιου υπουργού μπορεί να ο­ρίζεται ότι η επιστροφή του φόρου στους αγρότες ενερ­γείται για λογαριασμό του Δημοσίου από νομικό πρόσω­πο ή οργανισμό.

Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών μπορεί να ο­ρίζεται ότι η επιστροφή του φόρου ενεργείται από τον α­γοραστή των αγροτικών προϊόντων ή το λήπτη των αγρο­τικών υπηρεσιών.

15.          Με αποφάσεις επίσης του Υπουργού Οικονομικών ορίζονται:

α) τα απαιτούμενα δικαιολογητικά, καθώς και κάθε ανα­γκαία λεπτομέρεια για την εκκαθάριση και την απόδοση του επιστρεπτέου φόρου,

β) ο τύπος και το περιεχόμενο του ειδικού στοιχείου που προβλέπουν οι διατάξεις της παραγράφου 6,

γ) ο τύπος και το περιεχόμενο της δήλωσης μετάταξης που προβλέπουν οι διατάξεις της παραγράφου 7 και της δήλωσης αποθεμάτων που προβλέπουν οι διατάξεις της παραγράφου 12, καθώς επίσης και τα συνυποβαλλόμενα με αυτές στοιχεία.