Ν. 2859: Άρθρο 39 Ειδικό καθεστώς μικρών επιχειρήσεων ΚΕΦΑΛΑΙΟ Θ' ΕΙΔΙΚΑ ΚΑΘΕΣΤΩΤΑ

 

1.  Επιχειρήσεις, που σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώ­δικα Βιβλίων και Στοιχείων, δεν έχουν υποχρέωση να τη­ρούν βιβλία ή που τηρούν βιβλία πρώτης κατηγορίας υ­πάγονται στο ειδικό καθεστώς των μικρών επιχειρήσεων του άρθρου αυτού, εφόσον κατά την προηγούμενη δια­χειριστική περίοδο πραγματοποίησαν ακαθάριστα έσοδα μέχρι του ποσού που αποτελεί το ανώτατο όριο για την έ­νταξη των επιτηδευματιών στην πρώτη κατηγορία τήρη­σης βιβλίων, σύμφωνα με τις ισχύουσες κάθε φορά δια­τάξεις του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων ή αρχίζουν για πρώτη φορά τις εργασίες τους.

Στο καθεστώς αυτό δεν υπάγονται οι αγρότες του άρ­θρου 41 , καθώς και οι επιχειρήσεις που πραγματοποιούν ακαθάριστα έσοδα κατά ποσοστό τουλάχιστον εξήντα τοις εκατό (60%) από χονδρικές πωλήσεις ή εξαγωγές α­νεξάρτητα από ποσοστό.

Οι επιχειρήσεις που σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώ­δικα Βιβλίων και Στοιχείων τηρούν βιβλία πρώτης κατηγο­ρίας, υπάγονται στο καθεστώς του άρθρου αυτού, ανε­ξάρτητα από το ύψος των ακαθαρίστων εσόδων, που πραγματοποίησαν την προηγούμενη διαχειριστική πε­ρίοδο.

2.  Απαλλάσσονται από την υποχρέωση υποβολής δή­λωσης και καταβολής φόρου:

α) οι επιχειρήσεις της παραγράφου 1, οι οποίες κατά την προηγούμενη διαχειριστική περίοδο πραγματοποίη­σαν ακαθάριστα έσοδα μέχρι του ποσού, το οποίο, σύμ­φωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων που ισχύουν κάθε φορά, αποτελεί το ανώτατο όριο απαλ­λαγής των επιτηδευματιών από την υποχρέωση τήρησης βιβλίων,

β) οι επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών, που δεν έχουν υποχρέωση να τηρούν και δεν τηρούν βιβλία δεύτερης ή ανώτερης κατηγορίας.

3.  Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου δεν έ­χουν εφαρμογή:

α) στις επιχειρήσεις που αρχίζουν για πρώτη φορά τις εργασίες τους, β) στους αγρότες του άρθρου 41, γ) στις επιχειρήσεις που πραγματοποιούν ακαθάριστα έσοδα κατά ποσοστό τουλάχιστον εξήντα τοις εκατό (60%) από χονδρικές πωλήσεις ή εξαγωγές ανεξάρτητα από ποσοστό,

δ) στην παράδοση αγαθών ή παροχή υπηρεσιών από υ­ποκείμενο στο φόρο μη εγκαταστημένο στο εσωτερικό της χώρας,

ε) στην παράδοση καινούργιου μεταφορικού μέσου, σύμφωνα με τις διατάξεις της περίπτωσης β'της παρα­γράφου 1 του άρθρου 28.

4.  Επιχειρήσεις που διατηρούν παράλληλα κλάδους πα­ράδοσης αγαθών και παροχής υπηρεσιών εντάσσονται:

α) στο κανονικό καθεστώς, εφόσον το άθροισμα των α­καθάριστων εσόδων όλων των κλάδων τους υπερβαίνει το ποσό, το οποίο, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Βι­βλίων και Στοιχείων που ισχύουν κάθε φορά, αποτελεί το ανώτατο όριο απαλλαγής των επιτηδευματιών από την υ­ποχρέωση τήρησης βιβλίων,

β) στις απαλλασσόμενες, εφόσον το άθροισμα των α­καθάριστων εσόδων όλων των κλάδων τους δεν υπερβαί­νει το ποσό, το οποίο, σύμφωνα με διατάξεις του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων, που ισχύουν κάθε φορά, αποτελεί το ανώτατο όριο απαλλαγής των επιτηδευματιών από την υποχρέωση τήρησης βιβλίων και για τον κλάδο παροχής υπηρεσιών δεν έχουν υποχρέωση και δεν τηρούν βιβλία δεύτερης ή ανώτερης κατηγορίας.

5.  Επιχειρήσεις που διατηρούν δύο ή περισσότερους κλάδους εκμετάλλευσης, στους οποίους δεν περιλαμβά­νεται η παροχή υπηρεσιών, εντάσσονται στο καθεστώς της παραγράφου 1 ή στο κανονικό ή στις απαλλασσόμε­νες, με βάση το άθροισμα των ακαθάριστων εσόδων τους από τους κλάδους αυτούς.

6.  Οι επιχειρήσεις των παραγράφων 1 και 2, τα ακαθά­ριστα έσοδα των οποίων υπερβαίνουν σε μία διαχειριστι­κή περίοδο τα όρια που προβλέπουν οι διατάξεις των πα­ραγράφων αυτών, εντάσσονται υποχρεωτικά από την ε­πόμενη διαχειριστική περίοδο στο κανονικό καθεστώς απόδοσης του φόρου ή, κατά περίπτωση, στο ειδικό κα­θεστώς των μικρών επιχειρήσεων.

7.  Τα ακαθάριστα έσοδα των επιχειρήσεων που προ­βλέπουν οι διατάξεις του άρθρου αυτού προσδιορίζονται με την προσθήκη του μεικτού κέρδους στο συνολικό κό­στος των αγαθών, χωρίς φόρο προστιθέμενης αξίας, τα οποία αγοράστηκαν μέσα στη φορολογική περίοδο ή των έτοιμων προϊόντων, που έχουν παραχθεί από τις πρώτες και βοηθητικές ύλες που αγοράστηκαν μέσα στην ίδια πε­ρίοδο.

Το μεικτό κέρδος βρίσκεται με σύγκριση της τιμής κτή­σης και πώλησης, χωρίς το φόρο προστιθέμενης αξίας και δεν μπορεί να είναι μικρότερο από το μεικτό κέρδος που προκύπτει, εάν οι αγορές πολλαπλασιαστούν με κλά­σμα που έχει ως αριθμητή το μοναδικό συντελεστή καθα­ρού κέρδους επί αγορών και παρονομαστή το μοναδικό συντελεστή καθαρού κέρδους επί πωλήσεων, εφόσον υ­πάρχουν τέτοιοι συντελεστές στη φορολογία εισοδήμα­τος.

Σε περίπτωση πραγματοποίησης χονδρικών πωλήσε­ων, οι πωλήσεις αυτές λαμβάνονται υπόψη, όπως προκύ­

πτουν από τα φορολογικά στοιχεία και το συνολικό κό­στος του προηγούμενου εδαφίου μειώνεται με το κόστος των αγορών, που διατέθηκαν για χονδρικές πωλήσεις.

Το κόστος αυτό μειώνεται επίσης με το κόστος των α­γορών, που διατέθηκαν για απαλλασσόμενες πράξεις με δικαίωμα έκπτωσης του φόρου εισροών, καθώς και με τις επιστροφές και εκπτώσεις ή καταστροφές, απώλειες ή κλοπές αγορασθέντων αγαθών, που αποδεικνύονται από ιδιωτικά ή δημόσια έγγραφα, κατά περίπτωση.

Για την εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου αυ­τής θεωρείται ότι τα εμπορεύσιμα αγαθά που αγοράσθη­καν, πωλήθηκαν μέσα στην ίδια φορολογική περίοδο και ότι οι πρώτες και βοηθητικές ύλες μεταποιήθηκαν και πω­λήθηκαν μέσα στην ίδια περίοδο, ως έτοιμα προϊόντα.

Στις επιχειρήσεις που αρχίζουν για πρώτη φορά τις ερ­γασίες τους και υπάγονται στο ειδικό καθεστώς των μι­κρών επιχειρήσεων, εφόσον και στο επόμενο έτος συνε­χίζουν να υπάγονται στο ίδιο καθεστώς, θεωρούνται ως πωληθέντα αγαθά μέσα στη φορολογική περίοδο, τόσα δωδέκατα αυτών, όσοι οι μήνες της πραγματικής λει­τουργίας της επιχείρησης. Τμήμα του μήνα λογίζεται ως ακέραιος μήνας. Το υπόλοιπο ποσό προστίθεται στις α­γορές της πρώτης φορολογικής περιόδου του επόμενου έτους.

Προκειμένου κατά την επόμενη διαχειριστική περίοδο να κριθεί αν οι επιχειρήσεις αυτές θα παραμείνουν στο ει­δικό καθεστώς των μικρών επιχειρήσεων ή θα μετατα- γούν στις απαλλασσόμενες ή στο κανονικό καθεστώς, τα ακαθάριστα έσοδά τους ανάγονται σε ετήσια.

Στην περίπτωση που οι επιχειρήσεις αυτές κατά το ε­πόμενο έτος μεταταγούν στις απαλλασσόμενες ή στο κα­νονικό καθεστώς, τα υπόλοιπα δωδέκατα των εμπορεύσι­μων αγαθών, που δε φορολογήθηκαν στις προη-γούμε- νες φορολογικές περιόδους, προστίθενται στις αγορές της τελευταίας φορολογικής περιόδου της χρήσης μέσα στην οποία έγινε η έναρξη των εργασιών τους.

8.  Για την ένταξη μιας επιχείρησης στο ειδικό καθεστώς των μικρών επιχειρήσεων ή στο κανονικό ή στις απαλλασ­σόμενες επιχειρήσεις, λαμβάνεται υπόψη το σύνολο των ακαθαρίστων εσόδων, χωρίς το φόρο προστιθέμενης α­ξίας, όπως προβλέπεται στον Κώδικα Βιβλίων και Στοιχεί­ων για την ένταξη των επιτηδευματιών σε κατηγορία τή­ρησης βιβλίων.

9.  Οι επιχειρήσεις που υπάγονται στο ειδικό καθεστώς των μικρών επιχειρήσεων μπορούν με δήλωσή τους να ε­ντάσσονται από την έναρξη της διαχειριστικής περιόδου, κατά την οποία υποβάλλεται η δήλωση, στο κανονικό κα­θεστώς απόδοσης του φόρου και αυτές που απαλλάσσο­νται στο ειδικό καθεστώς των μικρών επιχειρήσεων ή στο κανονικό καθεστώς. Η δήλωση αυτή υποβάλλεται στον αρμόδιο Προϊστάμενο ΔΟΥ το πρώτο δεκαήμερο του πρώτου μήνα της διαχειριστικής περιόδου και δεν μπορεί να ανακληθεί πριν από την παρέλευση μίας πενταετίας α­πό την υποβολή της.

Επίσης με δήλωσή τους, που υποβάλλεται στον αρμό­διο Προϊστάμενο ΔΟΥ μέσα στην προθεσμία του προη­γούμενου εδαφίου, οι επιχειρήσεις μπορούν να μετατάσ­σονται από την έναρξη της διαχειριστικής περιόδου από το ειδικό καθεστώς των μικρών επιχειρήσεων στις απαλ­λασσόμενες ή από το κανονικό καθεστώς στο ειδικό κα­θεστώς των μικρών επιχειρήσεων ή τις απαλλασσόμενες εφόσον δεν έχουν υποχρέωση παραμονής στο ίδιο καθε­στώς.

10. Αν μία επιχείρηση μετατάσσεται υποχρεωτικά ή προαιρετικά από ένα καθεστώς σε άλλο, τα αποθέματα των εμπορεύσιμων αγαθών, τα οποία υπάρχουν την τε­λευταία ημέρα της διαχειριστικής περιόδου που προηγεί­ται του χρόνου της μετάταξης απογράφονται, εφόσον α­πό τις διατάξεις του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων επι­βάλλεται η σύνταξη απογραφής κατά συντελεστή φόρου που ισχύει την τελευταία ημέρα της διαχειριστικής περιό­δου που προηγείται της μετάταξης και αποτιμώνται, σύμ­φωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων:

α) Αν η μετάταξη της επιχείρησης γίνεται από τις απαλ­λασσόμενες ή από το ειδικό καθεστώς των μικρών επιχει­ρήσεων στο κανονικό:

αα) Όταν τα βιβλία του νέου καθεστώτος είναι δεύτερης κατηγορίας, τα ακαθάριστα έσοδα κατά τη διαχειριστική περίοδο κατά την οποία τηρήθηκαν για πρώτη φορά βι­βλία δεύτερης κατηγορίας, δεν μπορούν να υπερ-βούν τα ακαθάριστα έσοδα, τα οποία βρίσκονται με τη χρήση του συντελεστή μικτού κέρδους που προκύπτει από τη διάτα­ξη του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 7 του παρό­ντος άρθρου και με βάση τα αγορασθέντα εμπορεύσιμα αγαθά ή παραχθέντα έτοιμα προϊόντα μέσα σ'αυτήν την περίοδο.

Όταν όμως τα ακαθάριστα έσοδα αυτής της περιόδου, που προκύπτουν με βάση τα δεδομένα των βιβλίων και στοιχείων, μειωμένα κατά τα ακαθάριστα έσοδα της προηγούμενης διαχειριστικής περιόδου κατά την οποία είχαν τηρηθεί βιβλία πρώτης κατηγορίας, είναι μεγαλύτε­ρα από τα ακαθάριστα έσοδα της ίδιας περιόδου που βρί­σκονται με βάση τα αγορασθέντα εμπορεύσιμα αγαθά ή παραχθέντα έτοιμα προϊόντα, τότε τα μεγαλύτερα αυτά ακαθάριστα έσοδα θεωρούνται ως έσοδα της διαχειρι­στικής περιόδου κατά την οποία τηρήθηκαν για πρώτη φορά βιβλία δεύτερης κατηγορίας του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων. Οι ανωτέρω διατάξεις δεν έχουν εφαρμογή στις επιχειρήσεις στις οποίες λόγω της φύσης των εργα­σιών τους δεν διαθέτουν αποθέματα.

ββ) Όταν τα βιβλία του νέου καθεστώτος είναι τρίτης κατηγορίας, τα ακαθάριστα έσοδα κατά την τελευταία πριν από την αλλαγή της κατηγορίας των βιβλίων διαχει­ριστική περίοδο βρίσκονται με βάση τα αγορασθέντα κα­τά τη περίοδο αυτήν εμπορεύσιμα αγαθά ή παραχθέντα έτοιμα προϊόντα, μειωμένα κατά την αξία των αγαθών που εμφανίζονται στην απογραφή έναρξης της διαχειριστικής περιόδου κατά την οποία έγινε η αλλαγή της κατηγορίας βιβλίων, με δικαίωμα έκπτωσης του φόρου που επιβάρυ­νε τα αποθέματα, μόνο στην περίπτωση που η επιχείρηση μετατάσσεται από το καθεστώς των απαλλασσόμενων ε­πιχειρήσεων.

β) Αν η επιχείρηση μετατάσσεται από το κανονικό καθε­στώς στο ειδικό καθεστώς των μικρών επιχειρήσεων ή στις απαλλασσόμενες, τα ακαθάριστα έσοδα κατά τη δια­χειριστική περίοδο, κατά την οποία τηρήθηκαν για πρώτη φορά βιβλία πρώτης κατηγορίας ή δεν τηρήθηκαν καθό­λου βιβλία, βρίσκονται με βάση την αξία των αγορασθέ­ντων κατά την περίοδο αυτήν εμπορεύσιμων αγαθών ή παραχθέντων έτοιμων προϊόντων, η οποία προσαυξάνε­ται με την αξία των εμπορεύσιμων αγαθών ή παραχθέ­ντων έτοιμων προϊόντων, που εμφανίζονται στην απογρα­φή, εφόσον τηρήθηκαν βιβλία τρίτης κατηγορίας του Κώ­δικα Βιβλίων και Στοιχείων ή κατά την αξία των αγαθών που αποδεδειγμένα δε διατέθηκαν ή δε χρησιμοποιήθη­καν, εφόσον τηρήθηκαν βιβλία δεύτερης κατηγορίας του

Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων, με υποχρέωση καταβολής του φόρου που επιβάρυνε τα αποθέματα, μόνο στην πε­ρίπτωση που μετατάσσεται στο καθεστώς των απαλλασ­σόμενων επιχειρήσεων.

11.          Αν η επιχείρηση μετατάσσεται από τις απαλλασσό­μενες στο ειδικό καθεστώς των μικρών επιχειρήσεων ή στο κανονικό και αντίστροφα, συντάσσεται απογραφή των αγαθών επένδυσης που αποτιμώνται στην αξία κτή­σης αυτών, η οποία προσαυξάνεται με τις δαπάνες βελ­τίωσης και επέκτασης, εκτός από τις δαπάνες επισκευής και συντήρησης, εφόσον χρησιμοποιούνται για τις ανά­γκες της επιχείρησης και δεν παρήλθε η πενταετής πε­ρίοδος διακανονισμού. Οι μετατασσόμενες επιχειρήσεις για τον εναπομένοντα χρόνο της πενταετίας έχουν δικαί­ωμα έκπτωσης του φόρου ή κατά περίπτωση, υποχρέωση διακανονισμού και καταβολής του φόρου.

Για τα απογραφόμενα αγαθά που προβλέπουν οι διατά­ξεις της προηγούμενης παραγράφου 10 και της παρα­γράφου αυτής, υποβάλλεται μέσα σε δύο (2) μήνες από τη μετάταξη δήλωση που περιλαμβάνει την αξία των απο­θεμάτων κατά συντελεστή φόρου και το φόρο που ανα­λογεί.

Ο φόρος αυτός καταβάλλεται ή εκπίπτεται, κατά περί­πτωση, με την πιο πάνω δήλωση για την οποία εφαρμόζο­νται ανάλογα οι διατάξεις του άρθρου 38 .

12.          Οι επιχειρήσεις της παραγράφου 1 υποχρεούνται:

α) να καταχωρίζουν στο τηρούμενο βιβλίο αγορών, ε­κτός από τα στοιχεία που προβλέπονται από τις διατάξεις του άρθρου 5 του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων, τις αγο­ρές κατά συντελεστή φόρου, τις δαπάνες και σε ιδιαίτερη στήλη το φόρο ο οποίος τις επιβαρύνει. Αν δεν έχουν υ­ποχρέωση να τηρούν βιβλίο αγορών, ο φόρος εξευρίσκε­ται από τα τηρούμενα στοιχεία,

β) να επιδίδουν τις δηλώσεις που προβλέπουν οι διατά­ξεις του άρθρου 38 και να καταβάλλουν το φόρο, σύμφω­να με τις διατάξεις του άρθρου 54.

Οι πιο πάνω επιχειρήσεις δεν έχουν υποχρέωση να τη­ρούν ιδιαίτερο λογαριασμό φόρου προστιθέμενης αξίας και να εκδίδουν αποδείξεις λιανικής πώλησης, εκτός αν ο­ρίζεται διαφορετικά με αποφάσεις του Υπουργού Οικο­νομικών, που εκδίδονται σύμφωνα με τις διατάξεις της υ­ποπερίπτωσης γη' της περίπτωσης γ' του άρθρου 38 του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων.

13.          Οι επιχειρήσεις της παραγράφου 2, στις περιπτώ­σεις που σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων έχουν υποχρέωση έκδοσης τιμολογίων, α­ναγράφουν σ'αυτά την ένδειξη "χωρίς φόρο προστιθέμε­νης αξίας".

Οι επιχειρήσεις αυτές δε δικαιούνται να εκπέσουν το φόρο που προβλέπουν οι διατάξεις των άρθρων 30, 31 και 33.

14.          Με προεδρικά διατάγματα, που εκδίδονται ύστερα από πρόταση του Υπουργού Οικονομικών, μπορεί:

α) να ορίζονται σταθεροί συντελεστές με βάση τους ο­ποίους προσδιορίζονται τα ακαθάριστα έσοδα των επιχει­ρήσεων που προβλέπουν οι διατάξεις του άρθρου αυτού,

β) να καθορίζονται κατ' αποκοπή ετήσια ακαθάριστα έ­σοδα για μερικές κατηγορίες επαγγελμάτων, ύστερα από προηγούμενη συμφωνία με τους εκπροσώπους των οικεί­ων επαγγελματικών οργανώσεων,

γ) να τροποποιούνται τα όρια των ακαθάριστων εσόδων για την ένταξη των επιχειρήσεων στο καθεστώς της πα­ραγράφου 1 ή στις απαλλασσόμενες.

15. Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών ορίζο­νται:

α) ο τύπος και το περιεχόμενο της δήλωσης μετάταξης που προβλέπουν οι διατάξεις της παραγράφου 9 και της δήλωσης αποθεμάτων που προβλέπουν οι διατάξεις της παραγράφου 11, καθώς και τα συνυποβαλλόμενα με αυ­τές στοιχεία,

β) ειδικός τρόπος υπολογισμού των ακαθάριστων εσό­δων των φορολογικών περιόδων των δηλώσεων, προκει­μένου για επιχειρήσεις που υπάγονται στο καθεστώς τεκ­μαρτού υπολογισμού, εφόσον αυτές προβαίνουν σε αγο­ρές εμπορεύσιμων αγαθών ή πρώτων υλών εποχιακά.