Ν.2873: Άρθρο 15 Αξία επικαρπίας

 

1.  Σε περίπτωση διαχωρισμού της επικαρπίας από την κυριότητα υπόκειται αμέσως σε φόρο η επικαρπία, με την επιφύλαξη της φορολογίας της ψιλής κυριότητας, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 16.

Με την επικαρπία, για την επιβολή του φόρου, εξομοι­ώνεται η χρήση και η οίκηση, όχι όμως και η χρήση από κοινού με τον κύριο ή η συνοίκηση με αυτόν.

2.  Σε διαδοχική επικαρπία κάθε δικαιούχος αυτής υπό­κειται σε φόρο, κατά το χρόνο που η επικαρπία περιέρχε­ται σε αυτόν.

3.  Η αξία της επικαρπίας προσδιορίζεται σε ποσοστό της αξίας της πλήρους κυριότητας, κατά το χρόνο γένε­σης της φορολογικής υποχρέωσης του επικαρπωτή, σύμ­φωνα με τις διατάξεις του άρθρου αυτού.

Σε περίπτωση που η επικαρπία, είτε με παραίτηση είτε με σύμβαση, περιέρχεται στον ψιλό κύριο, που έχει υπα­χθεί σε φόρο για την ψιλή κυριότητα, επιβάλλεται φόρος στην αξία της πλήρους κυριότητας, μετά την αφαίρεση α­πό αυτήν του τμήματος της αξίας που αναλογεί στο πο­σοστό για το οποίο ο ψιλός κύριος είχε υπαχθεί σε φόρο κατά τη μεταβίβαση της ψιλής κυριότητας.

Σε μεταβίβαση για αόριστο χρόνο με χαριστική αιτία ή αιτία θανάτου του δικαιώματος ενάσκησης της επικαρ­πίας σε άλλο πρόσωπο εκτός του ψιλού κυρίου, η αξία αυ­τής προσδιορίζεται σε ποσοστό της αξίας της πλήρους κυριότητας κατά το χρόνο γένεσης της φορολογικής υ­ποχρέωσης με βάση την ηλικία του επικαρπωτή.

4.  Σε ισόβια ή αόριστου χρόνου επικαρπία λαμβάνεται ποσοστό της αξίας της πλήρους κυριότητας, ανάλογα με την ηλικία του επικαρπωτή, το οποίο ορίζεται:

στα 8/10, αν ο επικαρπωτής δεν έχει υπερβεί το 20ό έ­τος της ηλικίας του, στα 7/10, αν έχει υπερβεί το 20ό, στα 6/10, αν έχει υπερβεί το 30ό, στα 5/10, αν έχει υπερβεί το 40ό, στα 4/10, αν έχει υπερβεί το 50ό, στα 3/10, αν έχει υπερβεί το 60ό, στα 2/10, αν έχει υπερβεί το 70ό και στο 1/10, αν έχει υπερβεί το 80ό έτος της ηλικίας του. Σε διαδοχική ισόβια επικαρπία, το κατά τα ανωτέρω πο­σοστό ορίζεται ανάλογα με την ηλικία κάθε επικαρπωτή, κατά το χρόνο που περιέρχεται σε αυτόν η επικαρπία.

5.  Σε επικαρπία για ορισμένο χρόνο λαμβάνεται ποσο­στό της αξίας της πλήρους κυριότητας ίσο με το 1/20 της αξίας αυτής για κάθε έτος διάρκειας. Το μέρος του έτους υπολογίζεται ως ακέραιο έτος. Η αξία της επικαρπίας αυ­τής δεν μπορεί να είναι ανώτερη από τα 8/10 της αξίας της πλήρους κυριότητας.

6.  Σε επικαρπία που συνιστάται αδιαίρετα υπέρ πολλών προσώπων και εξαρτάται από τη ζωή αυτών, το κατά την παράγραφο 3 ποσοστό ορίζεται ανάλογα με την ηλικία του νεότερου, όταν η επικαρπία παύει με το θάνατο και του τελευταίου των προσώπων, και του μεγαλύτερου, ό­ταν η επικαρπία παύσει με το θάνατο οποιουδήποτε από αυτούς. Το ποσοστό αυτό της πλήρους κυριότητας, όταν η επικαρπία παύει με το θάνατο οποιουδήποτε από τους δικαιούχους, κατανέμεται εξίσου μεταξύ τους. Όταν αυ­τή παύει με το θάνατο και του τελευταίου, το ποσοστό ε­πιμερίζεται μεταξύ των δικαιούχων ανάλογα με τον αριθ­

μό που εκφράζει τον αριθμητή των κλασμάτων της παρα­γράφου 4, ο οποίος σχετίζεται με την ηλικία κάθε δικαιού­χου.

Ο φόρος υπολογίζεται στο ποσό που προκύπτει για κά­θε δικαιούχο, ανάλογα με το βαθμό συγγένειάς του με το διαθέτη.

7.  Η αξία της επικαρπίας, όταν αυτή εξαρτάται από τη ζωή τρίτου προσώπου, προσδιορίζεται με βάση την ηλικία του μεγαλύτερου μεταξύ του επικαρπωτή και του τρίτου προσώπου.

8.  Αν η επικαρπία, λόγω θανάτου του επικαρπωτή ή για άλλη αιτία που προβλέπεται από το νόμο και δεν εξαρτά­ται από τη βούληση των μερών, παύσει μετά πάροδο τό­σου χρόνου, ώστε αν αυτή είχε ληφθεί ως επικαρπία για τον ορισμένο αυτό χρόνο, θα προέκυπτε αξία αυτής μι­κρότερη από αυτή που φορολογήθηκε, τότε η μικρότερη αυτή αξία λογίζεται ως η τελικώς φορολογητέα και γίνε­ται νέα εκκαθάριση, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 100.

9.  Η αξία της επικαρπίας δεν λαμβάνεται υπόψη για την επιβολή του φόρου, αν ο αιτία θανάτου επικαρπωτής μέ­σα σε έξι (6) μήνες από την επαγωγή της κληρονομίας σε αυτόν παραιτηθεί από την επικαρπία υπέρ του αιτία θα­νάτου ψιλού κυρίου, εφόσον αυτός είναι το Δημόσιο, δή­μος, κοινότητα ή νομικό πρόσωπο κοινωφελούς χαρακτή­ρα κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 1 του α.ν. 2039/1939 (ΦΕΚ 455 Α'). Η παραίτηση γίνεται με μονομε­ρή δήλωση ενώπιον συμβολαιογράφου και κοινοποιείται με απόδειξη στον ψιλό κύριο μέσα σε αυτή την εξάμηνη προθεσμία.