Ν. 2873: Άρθρο 4 Φορολογία επιτηδευματιών

 

1. Το έβδομο εδάφιο της υποπερίπτωσης γγ' της περί­πτωσης α' της παραγράφου 1 του άρθρου 31 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος αντικαθίσταται ως εξής:

«Επίσης, τα χρηματικά ποσά που καταβάλλονται μέχρι το ποσοστό δέκα τοις εκατό (10%) του συνολικού καθα­ρού εισοδήματος ή των κερδών που προκύπτουν από ισολογισμούς, λόγω χορηγίας προς τα μη κερδοσκοπι­κού χαρακτήρα ημεδαπά νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δι­καίου που νόμιμα υπάρχουν ή συνιστώνται, εφόσον επι­διώκουν σκοπούς πολιτιστικούς.»

2.  Το δέκατο εδάφιο της υποπερίπτωσης γγ' της περί­πτωσης α' της παραγράφου 1 του άρθρου 31 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος αντικαθίσταται ως εξής:

«Όταν τα ποσά των δωρεών και των χορηγιών αυτής της περίπτωσης, με εξαίρεση τις δωρεές που καταβάλ­λονται στους δωρεοδόχους του πρώτου εδαφίου, υπερ­βαίνουν τις εκατό χιλιάδες (100.000) δραχμές ετησίως, λαμβάνονται υπόψη μόνο εφόσον έχουν κατατεθεί στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων ή σε λογαριασμό του νομικού προσώπου που τηρείται σε τράπεζα.»

3.  Τα δύο τελευταία εδάφια της υποπερίπτωσης γγ' της περίπτωσης α' της παραγράφου 1 του άρθρου 31 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος αντικαθίστανται ως εξής:

«Το συνολικό ποσό των δωρεών που εκπίπτουν δεν μπορεί να υπερβαίνει το ποσό των καθαρών κερδών που προκύπτουν πριν από την αφαίρεση αυτών των ποσών από τα ακαθάριστα έσοδα της οικείας διαχειριστικής πε­ριόδου. Οι διατάξεις των πέντε τελευταίων εδαφίων της περίπτωσης δ' της παραγράφου 1 του άρθρου 8 εφαρ­μόζονται αναλόγως.»

4.  Το τελευταίο εδάφιο της περίπτωσης γ' της παρα­γράφου 1 του άρθρου 24 του Κώδικα Φορολογίας Εισο­δήματος αντικαθίσταται ως εξής:

«Ομοίως, το εισόδημα από τόκους που επιδικάζονται με δικαστική απόφαση, με εξαίρεση αυτά που αναφέρο­νται στο τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 4 του άρ­θρου 25 και της παραγράφου 4 του άρθρου 48 του παρό­ντος.»

5.  Το τελευταίο εδάφιο της περίπτωσης ο' της παρα­γράφου 5 του άρθρου 33 του Κώδικα Φορολογίας Εισο­δήματος αντικαθίσταται ως εξής:

«Για επιχειρήσεις που εκμεταλλεύονται επιβατικά λε­ωφορεία μη ενταγμένα σε Κ.Τ.Ε.Λ., με βάση τον αριθμό των θέσεων ως ακολούθως:

Θέαεις Με οδηγό τον ιδιοκτήτη

Με οδηγό τρίτο πρόσωπο

 

Αδεια κυκλοφορίας

Αδεια κυκλοφορίας

 

100% 50%

100% 50%

Μέχρι 25

5.284.000 3.834.000

4.227.000 3.067.000

Από 26 μέχρι και 38

5.813.000 4.461.000

4.755.000 3.450.000

Από 39 μέχρι και 52

6.077.000 4.774.000

5.019.000 3.641.000

Από 53 και πάνω

6.342.000 5.088.000

5.284.000 3.834.000»

6. Με τη επιφύλαξη όσων ορίζονται στην επόμενη πα­ράγραφο, οι διατάξεις της παραγράφου 8 του άρθρου 10 του ν. 2579/1998 (ΦΕΚ 31 Α') εφαρμόζονται για την πε­ραίωση των οικείων φορολογικών υποθέσεων οι οποίες εκκρεμούν ενώπιον των φορολογικών αρχών ή των διοι­κητικών δικαστηρίων, μέχρι τη δημοσίευση αυτού του νόμου, εφόσον οι υπόχρεοι υποβάλλουν στον προϊστά­μενο της αρμόδιας φορολογικής αρχής σχετική συμπλη­ρωματική δήλωση ή αίτηση και πραγματοποιήσουν διοι­κητική επίλυση της οικείας διαφοράς, μέσα σε έξι (6) μή­

νες από τη δημοσίευση αυτού του νόμου στην Εφημερί­δα της Κυβερνήσεως.

7.  Για την επιβολή του φόρου κατά την εφαρμογή των διατάξεων της προηγούμενης παραγράφου, οι υπόχρεοι μπορούν να καταβάλουν το ποσό του φόρου που προκύ­πτει με βάση τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 10 του ν. 2579/1998, εφόσον η φορολογική ενο­χή γεννήθηκε στο έτος 1998 ή και πριν από αυτό, μειού­μενη κατά ποσοστό πέντε τοις εκατό (5%), για κάθε έτος προγενέστερο. Η μείωση αυτή του φόρου δεν μπορεί να υπερβεί το ποσοστό πενήντα τοις εκατό (50%).

8.  Η παράγραφος 3 του άρθρου 28 του ν. 2789/2000 (ΦΕΚ 21 Α ) αντικαθίσταται ως εξής:

«3. Οι διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων ισχύουν για τα εισοδήματα που έχουν αποκτηθεί από την 1η Ιανουαρίου 1999 και μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2003.»

9.  Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 21 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος αντικαθίσταται ως εξής:

«Ως εισόδημα από οικοδομές λογίζεται:».

10.          Οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 3 του άρθρου 33 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος δεν εφαρμόζο­νται στις επιχειρήσεις που, ύστερα από άδεια του οικεί­ου δικαστηρίου, εκποιούν όλα τα προϊόντα της επιχείρη- σής τους, την οποία ασκούν πάνω από δύο έτη.

11.          Η ισχύς των διατάξεων της προηγούμενης παρα­γράφου ισχύουν από τα εισοδήματα της χρήσης 1999.

12.          Από την ημερομηνία δημοσίευσης αυτού του νό­μου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως αρχίζει η ισχύς των διατάξεων της παραγράφου 2 του άρθρου 7 του ν. 2753/1999 (ΦΕΚ 249 Α ). Για την έναρξη της περιόδου που ορίζεται σε αυτές, για την έκδοση της οικείας κοινής υπουργικής απόφασης, ως πρώτο έτος λογίζεται το έτος 2000.

13.          Το δεύτερο και επόμενα εδάφια της περίπτωσης Γ της παραγράφου 1 του άρθρου 31 του Κώδικα Φορολογί­ας Εισοδήματος αντικαθίστανται ως εξής:

«Για την έκπτωση των πιο πάνω ποσών από δικαιώμα­τα ή αποζημιώσεις αρκεί η πίστωση αυτών στο όνομα του δικαιούχου, η οποία μπορεί να γίνει μέχρι τη λήξη της προθεσμίας κλεισίματος ισολογισμού της χρήσης στην οποία αναφέρονται. Οταν δικαιούχος των δικαιω­μάτων ή αποζημιώσεων είναι αλλοδαπό φυσικό ή νομικό πρόσωπο απαιτείται να έχει αποδοθεί στο Δημόσιο ο φό­ρος που ορίζεται από τις διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 13 ή της οικείας διμερούς σύμβασης περί αποφυγής της διπλής φορολογίας.

Ο έλεγχος των αποζημιώσεων ή δικαιωμάτων της πα­ραγράφου αυτής, με εξαίρεση τα ποσά από πνευματικά, συγγενικά και συναφή δικαιώματα που καταβάλλονται για λογαριασμό τρίτων, ενεργείται κατά τα οριζόμενα στην περίπτωση γ' της παραγράφου 4 του άρθρου 66 όταν καταβάλλονται: α) από εμπορικές επιχειρήσεις και αφορούν σήματα, μεθόδους εμπορίας ή και διανομής και άλλα συναφή δικαιώματα, καθώς και από μικτές επιχει­ρήσεις κατά το μέρος που αφορούν στον εμπορικό κλά­δο, ανεξάρτητα από το ύψος τους, β) από τις λοιπές επι­χειρήσεις: αα) στη μητρική τους επιχείρηση, προκειμέ­νου για θυγατρικές, ββ) στο κεντρικό τους κατάστημα, προκειμένου για υποκαταστήματα αλλοδαπής και γγ) σε αλλοδαπή ή ημεδαπή επιχείρηση που ανήκει στον ίδιο όμιλο επιχειρήσεων, εφόσον υπερβαίνουν το τέσσερα τοις εκατό (4%) των ακαθαρίστων εσόδων που προκύ­

πτουν από τη χρήση του συγκεκριμένου δικαιώματος ή το ποσό των εκατό εκατομμυρίων (100.000.000) δραχ­μών, ανεξάρτητα από το καταβαλλόμενο ποσοστό επί των ακαθαρίστων εσόδων.»

14.          Η περίπτωση ιη' της παραγράφου 1 του άρθρου 31 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος αντικαθίσταται ως εξής:

«ιη) Των εξόδων για διοικητική υποστήριξη, οργάνω­ση, αναδιοργάνωση και για υπηρεσίες γενικά που παρέ­χονται στην επιχείρηση από επιχειρήσεις που ανήκουν στον ίδιο ημεδαπό ή αλλοδαπό όμιλο ή και από τρίτους για σκοπούς που σχετίζονται με τα γενικότερα συμφέρο­ντα του ομίλου.

Τα έξοδα αυτά εκπίπτουν εφόσον και στο βαθμό που η πραγματοποίησή τους είναι ωφέλιμη για την ίδια την επι­χείρηση.

Τα πιο πάνω έξοδα, όταν υπερβαίνουν το πέντε τοις εκατό (5%) των αντίστοιχων δαπανών της επιχείρησης ή τα είκοσι εκατομμύρια (20.000.000) δραχμές, ανεξαρτή­τως ποσοστού, ελέγχονται κατά τα οριζόμενα στην περί­πτωση γ' της παραγράφου 4 του άρθρου 66.»

15.          Οι παράγραφοι 13 και 14 του άρθρου αυτού εφαρ­μόζονται για τα κέρδη που προκύπτουν από ισολογισμούς που κλείνουν μετά την 31η Δεκεμβρίου 2000.

16.          Στην παράγραφο 4 του άρθρου 66 του Κώδικα Φο­ρολογίας Εισοδήματος προστίθεται περίπτωση γ', που έχει ως εξής:

«γ) Συνιστώνται στα ελεγκτικά κέντρα που προβλέπο­νται από το άρθρο 3 του ν. 2343/1995 (ΦΕΚ 211 Α ) ειδι­κές Επιτροπές, στις οποίες θα ανατίθεται ο έλεγχος των δαπανών των περιπτώσεων Γ και ιη' της παραγράφου 1 του άρθρου 31 του παρόντος, όταν αυτές υπερβαίνουν τα κατά περίπτωση όρια. Με τις ίδιες αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών ή και με άλλες καθορίζεται η σύνθεση των Επιτροπών αυτών, ο τρόπος λειτουργίας τους, οι διαδικασίες που πρέπει να ακολουθούνται κατά τον έλεγχο των ως άνω δαπανών, τα δικαιολογητικά που υποβάλλουν οι ελεγχόμενες επιχειρήσεις και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια.

Το δεύτερο εδάφιο της προηγούμενης περίπτωσης β' εφαρμόζεται ανάλογα και στην παρούσα περίπτωση.»

17.          Στο τέλος της περίπτωσης στ' της παραγράφου 1 του άρθρου 31 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος προστίθεται νέο εδάφιο, που έχει ως εξής:

«Τα παραπάνω εφαρμόζονται αναλόγως και για τη δα­πάνη που καταβάλλει η επιχείρηση, σύμφωνα με τα ορι­ζόμενα από την παράγραφο 5 του άρθρου 2 του ν. 2244/1994 (ΦΕΚ 168 Α ), για την κατασκευή μη ιδιόκτη­του δικτύου σύνδεσης του σταθμού αυτοπαραγωγής ή ανεξάρτητης παραγωγής μέχρι το δίκτυο της Δ.Ε.Η..»

18.          Η προηγούμενη παράγραφος εφαρμόζεται για τα κέρδη που προκύπτουν από ισολογισμούς που κλείνουν από τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και εφεξής.

19.          Η υποπερίπτωση δδ' του δεύτερου εδαφίου της περίπτωσης στ' της παραγράφου 1 του άρθρου 55 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος αντικαθίσταται ως εξής:

«δδ) όταν προμηθεύονται αγαθά ή τους παρέχονται υπηρεσίες από τις πολεμικές βιομηχανίες ΕΑΒ, ΕΒΟ, ΠΥΡΚΑΛ και ΕΛΒΟ, καθώς και από το Κέντρα Επιχειρη­ματικής Πολιτιστικής Ανάπτυξης (Κ.Ε.Π.Α.) και την Ανα­πτυξιακή Ένωση Μακεδονίας (ΑΝ.Ε.Μ.).»

20.          Οι διατάξεις του πέμπτου και των επομένων αυτού

εδαφίων της παραγράφου 2, καθώς και η παράγραφος 3 του άρθρου 32 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, αντικαθίστανται ως εξής:

«Για τις επιχειρήσεις για τις οποίες τα βιβλία και στοι­χεία κρίνονται ανακριβή, καθώς και για τις επιχειρήσεις που δεν τηρούν τα βιβλία που προβλέπονται για αυτές από τον Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων στα οποία κατα­χωρούνται πρωτογενώς οι συναλλαγές ή τηρούν βιβλία κατώτερης κατηγορίας από τα οριζόμενα από τον ίδιο κώδικα, ο κατά τα ανωτέρω συντελεστής προσαυξάνεται κατά 50%. Εξαιρετικά, το παραπάνω ποσοστό προσαύ­ξησης διπλασιάζεται εφόσον η ανακρίβεια των βιβλίων και στοιχείων οφείλεται σε έναν τουλάχιστον από τους πιο κάτω λόγους:

α) Στην έκδοση πλαστών ή εικονικών ή στη νόθευση φορολογικών στοιχείων.

β) Στη διάπραξη μέσα στην ίδια χρήση περισσοτέρων της μιας παραβάσεων μη έκδοσης του προβλεπόμενου από τον Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων στοιχείου αξίας ή διακίνησης αγαθών, που διαπιστώνονται από διαφορετι­κούς ελέγχους. Αν διακινούνται αγαθά χωρίς το προβλε­πόμενο συνοδευτικό στοιχείο, ακόμη και αν αυτό έχει εκδοθεί, θεωρείται ότι δεν εκδόθηκε.

γ) Στη μη διαφύλαξη ή μη επίδειξη στον τακτικό φορο­λογικό έλεγχο των βιβλίων και στοιχείων.

δ) Στην απόκρυψη φορολογητέας ύλης που υπερβαίνει το πέντε τοις εκατό (5%) της δηλωθείσας και σε ποοό το ένα εκατομμύριο (1.000.000) δραχμές.

0 Μοναδικός Συντελεστής Καθαρού Κέρδους διπλα­σιάζεται στις περιπτώσεις που διαπιστώθηκε η χωρίς άδεια της αρμόδιας φορολογικής αρχής άσκηση επιτη­δεύματος ή η άσκηση αυτού σε διεύθυνση που δεν δη­λώθηκε ή η αλλοίωση των δεδομένων της φορολογικής ταμειακής μηχανής.

Σε περίπτωση εξολογιστικού προσδιορισμού των κα­θαρών κερδών επιχειρήσεων της παραγράφου 1 του άρ­θρου 31, συγκρίνεται ο συντελεστής που προκύπτει από το λογιστικό προσδιορισμό του καθαρού εισοδήματος με το συντελεστή που ορίζεται με τα προηγούμενα εδάφια και εφαρμόζεται ο μεγαλύτερος, ο οποίος δεν μπορεί να υπερβαίνει το διπλάσιο του οικείου συντελεστή του πί­νακα. Εφόσον τα προκύπτοντα κατά τα ανωτέρω καθαρά κέρδη υπολείπονται των καθαρών κερδών που προσδιο­ρίζονται από τον έλεγχο λογιστικά, ως τελικά καθαρά κέρδη λαμβάνονται τα λογιστικώς προσδιοριζόμενα, ανεξάρτητα αν αυτά αντιστοιχούν σε συντελεστή ανώ­τερο του διπλάσιου του οικείου συντελεστή του πίνακα.

Σε κάθε περίπτωση ο συντελεστής καθαρού κέρδους που τελικά εφαρμόζεται ή αντιστοιχεί στα τελικά προσ­διοριζόμενα καθαρά κέρδη δεν μπορεί να είναι ανώτερος από το 85%.

3. Αν από τα στοιχεία που προσκομίζει ο φορολογού­μενος προκύπτει αποδεδειγμένα, ότι, από γεγονότα ανώτερης βίας, το πραγματικό κέρδος είναι κατώτερο από αυτό που προσδιορίζεται με την εφαρμογή του μο­ναδικού συντελεστή, το κέρδος αυτό μπορεί να καθορί­ζεται με χρήση κατώτερου συντελεστή, όχι όμως κατώ­τερου από το μηδέν.

Εξαιρετικά, σε περιπτώσεις μερικής ή ολικής κατα­στροφής της επιχείρησης και των βιβλίων και στοιχείων από πυρκαγιά, σεισμό, πλημμύρα ή θεομηνία, μπορεί να αναγνωρισθεί αρνητικός συντελεστής μέχρι ποσοστό πέντε τοις εκατό (5%) επί των ακαθάριστων εσόδων των ανέλεγκτων χρήσεων. Στις περιπτώσεις αυτές, ανεξάρ­

τητα από την κατηγορία βιβλίων, το σχετικό αίτημα της επιχείρησης κρίνεται από την επιτροπή της παραγράφου 5 του άρθρου 70, εφαρμοζομένων ανάλογα των οριζόμε­νων στις διατάξεις των παραγράφων 6, 7 και 8 του ίδιου άρθρου.»

21.          Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 3 του άρθρου 41 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος καταργείται και προστίθεται νέο εδάφιο, ως εξής:

«Το πέμπτο και τα επόμενα αυτού εδάφια της παρα­γράφου 2 του άρθρου 32 ισχύουν ανάλογα και για τον προσδιορισμό του καθαρού εισοδήματος επί γεωργικών επιχειρήσεων.»

22.          Η παράγραφος 4 του άρθρου 50 του Κώδικα Φορο­λογίας Εισοδήματος αντικαθίσταται ως εξής:

«4. Για κάθε κατηγορία επαγγέλματος προβλέπεται ένας μοναδικός συντελεστής καθαρών αμοιβών, ο οποί­ος εφαρμόζεται στις ακαθάριστες αμοιβές. Οι συντελε­στές καθαρών αμοιβών περιλαμβάνονται σε ειδικό πίνα­κα, ο οποίος καταρτίζεται με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών, που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Κατ' εξαίρεση, στις ακαθάριστες αμοιβές των αρχιτεκτόνων και μηχανικών εφαρμόζονται οι συν­τελεστές που ορίζονται στην παράγραφο 5 του προηγού­μενου άρθρου. Σε περίπτωση που εκείνος που ασκεί ελευθέριο επάγγελμα δεν τηρεί τα βιβλία και στοιχεία που προβλέπονται γι' αυτόν από τον Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων ή αυτά που τηρεί κρίνονται ανακριβή, ο συντε­λεστής καθαρών αμοιβών που εφαρμόζεται προσαυξά­νεται κατά σαράντα τοις εκατό (40%). Το πέμπτο και τα επόμενα εδάφια της παραγράφου 2 του άρθρου 32, ισχύ­ουν ανάλογα και για τον προσδιορισμό του καθαρού ει­σοδήματος επί ελευθέριων επαγγελμάτων.»

23.          Στην παράγραφο 1 του άρθρου 21 του ν. 2443/1996 (ΦΕΚ 265 Α'), μετά το τελευταίο εδάφιο που προστέθηκε με την παράγραφο 7 του άρθρου 12 του ν. 2753/1999, προστίθεται νέο εδάφιο ως εξής:

«Εφόσον στις παραπάνω δηλώσεις περιλαμβάνεται μέρος της φορολογητέας ύλης που σχετίζεται άμεσα με την επιβολή προστίμων του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχεί­ων, η βάση υπολογισμού του προστίμου περιορίζεται κα­τά το μέρος της φορολογητέας ύλης που δηλώθηκε.»

24.          Στο τέλος της παραγράφου 4 του άρθρου 19 του ν. 2523/1997 (ΦΕΚ 179 Α"), προστίθενται τέσσερα νέα εδάφια που έχουν ως εξής:

«Δεν είναι εικονικό το φορολογικό στοιχείο που εξέ­δωσε ή έλαβε η κοινωνία κληρονόμων ή ο κληρονόμος ή σύζυγος ή τέκνο αποβιώσαντος ή συνταξιοδοτηθέντος συζύγου ή γονέα, το οποίο φέρεται ότι εκδόθηκε ή λή­φθηκε από τον αποβιώσαντα ή συνταξιοδοτηθέντα επι­τηδευματία, εφόσον αφορά πραγματική συναλλαγή και πριν από κάθε είδους φορολογικό έλεγχο, έχει καταχω­ρηθεί στα βιβλία τόσο του λαμβάνοντα, όσο και του εκ- δόσαντα το στοιχείο, η αξία αυτού να έχει συμπεριλη­φθεί στις οικείες δηλώσεις Φ.Π.Α. και Φορολογίας Εισο­δήματος και έχει γίνει η απόδοση των φόρων που προκύ­πτουν από το στοιχείο αυτό.

Σε περίπτωση που η κατά το προηγούμενο εδάφιο έκ­δοση φορολογικών στοιχείων συνεχίζεται μετά την πά­ροδο εξαμήνου από το χρόνο που προέκυψε η μεταβολή στο φορέα της επιχείρησης, επιβάλλεται σε βάρος του ασκούντος την επιχείρηση το πρόστιμο της παραγράφου 2 περιπτώσεις α' και ε' του άρθρου 5 του ν. 2523/1997.

Οι διατάξεις των δύο προηγούμενων εδαφίων εφαρμό­ζονται και για παραβάσεις που έχουν διαπραχθεί μέχρι

τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυ­βερνήσεως, για τις οποίες δεν έχουν εκδοθεί οι οικείες καταλογιστικές πράξεις ή εφόσον εκδόθηκαν δεν έχουν οριστικοποιηθεί κατά οποιονδήποτε τρόπο ή εκκρεμούν επί της ουσίας ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων.

Στις περιπτώσεις αυτές εφαρμόζονται οι διατάξεις πε­ρί δίκαοχικού συμβιβασμού, ανεξάρτητα από το χρόνο άσκησης της προσφυγής.»

25.          Στο τέλος της παραγράφου 8 του άρθρου 7 του ν. 2753/1999 η τελεία γίνεται κόμμα και προστίθεται πρόταση ως εξής:

«... εκτός από τις διατάξεις των παραγράφων 11 και 12 του άρθρου αυτού που συνεχίζουν να ισχύουν.»

26.          Οι διαφορές φόρων, τελών, εισφορών και λοιπών επιβαρύνσεων, που προέκυψαν από τον τακτικό (οριστι­κό) φορολογικό έλεγχο των φορολογικών υποθέσεων των διαχειριστικών περιόδων 1989 έως και 1999 της Δη­μόσιας Επιχείρησης Ηλεκτρισμού (Δ.Ε.Η.), μετά την κα­ταβολή του προβλεπόμενου από τις οικείες διατάξεις ποσοστού κατά τη διοικητική επίλυση των φορολογικών διαφορών, βεβαιώνονται σε πέντε (5) ίσες ετήσιες δό­σεις. Η πρώτη καταβάλλεται μέχρι τη 2α Ιανουαρίου του έτους 2001 και οι επόμενες μέχρι την τελευταία εργάσι­μη για τις δημόσιες υπηρεσίες ημέρα του μηνός Δεκεμ­βρίου των ετών 2001, 2002, 2003· και 2004.

27.          Οι διατάξεις του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 21 του ν. 2443/1996 έχουν ανάλογη εφαρ­μογή και στο Ταμείο Ασφάλισης Προσωπικού Εργατικής Εστίας (Τ.Α.Π.Ε.Ε.), το οποίο μέσα σε ένα (1) μήνα από τη δημοσίευση του παρόντος μπορεί να υποβάλλει στον αρμόδιο προϊστάμενο Δ.Ο.Υ. αρχικές ή συμπληρωματι­κές δηλώσεις για την απόδοση των φόρων, τελών, ει­σφορών ή κρατήσεων που αναφέρονται στην παράγρα­φο 2 του άρθρου 13 του ν. 2198/1994, για τους οποίους η φορολογική υποχρέωση γεννήθηκε μέχρι 31.12.1997. Τα οικεία ποσά καταβάλλονται εφάπαξ με την υποβολή των δηλώσεων. Με την καταβολή των ανωτέρω ποσών εξαντλείται η φορολογική υποχρέωση των υπαλλήλων- μελών του Τ.Α.Π.Ε.Ε. που έλαβαν από αυτό τα εφάπαξ ποσά ή βοηθήματα κατά περίπτωση.