Ν. 2961: Άρθρο 14 Αξία παροχών

 

1.  Η αξία των παροχών υπολογίζεται:

α) Για τις διηνεκείς, στο 20πλάσιο της ετήσιας παρο­χής,

β) για τις ορισμένου χρόνου, σε πολλαπλάσιο της ετή­σιας παροχής, ανάλογα με τα έτη διάρκειας αυτής, το ο­ποίο δεν μπορεί σε κάθε περίπτωση να υπερβεί το 18πλά- σιο της ετήσιας παροχής,

γ) για τις ισόβιες και τις αόριστου χρόνου, στο 18πλά- σιο της ετήσιας παροχής, αν εκείνος υπέρ του οποίου συ­νιστάται η παροχή δεν έχει υπερβεί το εικοστό έτος της η­λικίας του,

στο 16πλάσιο, αν έχει υπερβεί το 20ό, στο 14πλάσιο, αν έχει υπερβεί το 30ό, στο 12πλάσιο, αν έχει υπερβεί το 40ό, στο 9πλάσιο, αν έχει υπερβεί το 50ό, στο 6πλάσιο, αν έχει υπερβεί το 60ό, στο 3πλάσιο, αν έχει υπερβεί το 70ό και στο 2πλάσιο, αν έχει υπερβεί το 80ό έτος της ηλικίας του.

2.  Όταν η ισόβια παροχή ορίζεται αδιαίρετη υπέρ πε­ρισσοτέρων και εξαρτάται από τη ζωή τους, για τον προσ­διορισμό της αξίας αυτής λαμβάνεται υπόψη η ηλικία του μεγαλύτερου, όταν η παροχή παύει με το θάνατο οποιου­δήποτε από τους δικαιούχους, και του νεότερου, όταν η παροχή παύει με το θάνατο και του τελευταίου. Το ποσό αυτό της παροχής, όταν αυτή παύει με το θάνατο οποιου­δήποτε από τους δικαιούχους κατανέμεται εξίσου μεταξύ τους. Όταν η παροχή παύει με το θάνατο και του τελευ­ταίου, το ποσό μερίζεται σε μέρη ανάλογα των αριθμών οι οποίοι εκφράζουν το πολλαπλάσιο που ορίζεται από την περίπτωση γ' της προηγούμενης παραγράφου σε συνάρ­τηση με την ηλικία καθενός δικαιούχου.

Ο φόρος υπολογίζεται στο ποσό που προκύπτει για κά­θε δικαιούχο, ανάλογα με το βαθμό συγγένειάς του με το διαθέτη.

3.  Σε ισόβια παροχή που εξαρτάται από τη ζωή τρίτου προσώπου, για τον προσδιορισμό της αξίας αυτής, λαμ­βάνεται υπόψη η ηλικία του μεγαλύτερου, μεταξύ αυτού υπέρ του οποίου συνιστάται η παροχή και του τρίτου προ­σώπου.

4.  Αν οι παροχές συνίστανται σε είδος, γίνεται αποτίμη­ση του αντικειμένου της παροχής σε χρήμα, αφού ληφθεί υπόψη η μέση τιμή χονδρικής πώλησης αυτού στον τόπο εκπλήρωσης της παροχής κατά την τελευταία διετία πριν από το χρόνο της φορολογίας.

5.  Όταν η παροχή, λόγω θανάτου του δικαιούχου αυτής ή για άλλη αιτία που προβλέπεται από το νόμο και δεν ε­ξαρτάται από τη βούληση των μερών, παύσει μετά πάρο­δο τόσου χρόνου, ώστε, αν είχε ληφθεί παροχή για τον ο­ρισμένο αυτό χρόνο, θα προέκυπτε αξία αυτής μικρότερη από αυτή που φορολογήθηκε, η αξία που προκύπτει με αυτόν τον τρόπο λογίζεται ως η τελικώς φορολογητέα και γίνεται νέα εκκαθάριση, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 100.

Στην περίπτωση αυτή, αν από τη μερίδα του βεβαρημέ­νου έχει εκπέσει για την παροχή ποσό ανώτερο αυτού που προκύπτει λόγω της παύσης, κατά τις διατάξεις του πα­ρόντος άρθρου, ο βεβαρημένος υποχρεώνεται σε συ­μπληρωματική καταβολή φόρου για τη διαφορά αυτή.