Ν. 2961: Άρθρο 61 Υπόχρεοι σε δήλωση - Δήλωση με επιφύλαξη ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΤΜΗΜΑ ΠΡΩΤΟ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΩΝ ΠΟΥ ΑΠΟΚΤΩΝΤΑΙ ΑΙΤΙΑ ΘΑΝΑΤΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α' ΔΗΛΩΣΕΙΣ

 

Α. Υπόχρεοι σε δήλωση

1. Ο κατά το άρθρο 5 υπόχρεος σε φόρο και σε περί­πτωση ανικανότητας αυτού ο νόμιμος αντιπρόσωπός του,

υποχρεώνεται σε δήλωση για την περιουσία που αποκτά αιτία θανάτου.

2.  Κληρονόμος, βεβαρημένος με κληροδότημα υπό προθεσμία, για το οποίο δεν αναβάλλεται η κτήση του δι­καιώματος, αλλά αναστέλλεται η άσκηση αυτού, υποχρε­ώνεται σε δήλωση του κληροδοτήματος, ενεργώντας για λογαριασμό του κληροδόχου.

3.  Στην περίπτωση της παραγράφου 5 του άρθρου 14 υ­ποχρεώνεται σε δήλωση ο βεβαρημένος για τη διαφορά που προκύπτει υπέρ αυτού λόγω διακοπής της παροχής.

4.  Σε περίπτωση θανάτου του υπόχρεου προς δήλωση περιουσιακών στοιχείων, για τα οποία μετατίθεται από το νόμο ο χρόνος γένεσης της φορολογικής υποχρέωσης, οι κληρονόμοι αυτού έχουν υποχρέωση προς δήλωση για τα περιουσιακά αυτά στοιχεία και για το φόρο κληρονομίας της αιτία θανάτου κτήσης του αρχικού υποχρέου.

5.  Σε σχολάζουσα κληρονομία, υποχρεώνεται σε δήλω­ση ο κηδεμόνας αυτής. Μετά την αναγνώριση των κληρο­νόμων, αυτοί υποχρεώνονται σε νέα δήλωση με βάση την οποία ο φόρος εκκαθαρίζεται, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 101.

6.  Ο εκτελεστής διαθήκης, πριν να προβεί σε οποιαδή­ποτε ενέργεια σύστασης, μετάθεσης ή αλλοίωσης δικαι­ωμάτων επί αντικειμένων της κτήσης αιτία θανάτου, υπο­χρεώνεται σε δήλωση, εφόσον δεν υποβλήθηκε αυτή από τους υποχρέους προς δήλωση.

7.  Αν ο υπόχρεος σε δήλωση έχει κηρυχθεί σε κατάστα­ση πτώχευσης μετά την επαγωγή της κληρονομίας, σε δή­λωση υποχρεώνεται ο σύνδικος, μετά τη ρητή ή σιωπηρή αποδοχή της κληρονομίας από τον πτωχό και εφόσον δεν υποβλήθηκε από αυτόν.

8.  Αν αντικείμενα της κτήσης αιτία θανάτου κρίθηκαν με­ταγενέστερα, κατόπιν πληρώσεως της αίρεσης ή δικαστι­κής απόφασης ή συμβιβασμού, ότι ανήκουν σε άλλον από τον αρχικό δικαιούχο, αυτός που από την αιτία αυτή καθί­σταται δικαιούχος υποχρεώνεται σε δήλωση, με βάση την οποία ενεργείται νέα εκκαθάριση σύμφωνα με τα οριζό­μενα στο άρθρο 100.

9.  Σε περίπτωση θανάτου του υπόχρεου σε δήλωση, υ­ποχρεώνονται να υποβάλουν δήλωση οι κληρονόμοι του.

10.          Δεν έχουν υποχρέωση να υποβάλλουν δήλωση τα νομικά πρόσωπα του πρώτου εδαφίου της περίπτωσης Α' της παραγράφου 1 του άρθρου 25.

Β. Δήλωση με επιφύλαξη

1. Για την πρόληψη των συνεπειών ανακρίβειας ή παράλει­ψης φορολογικής δήλωσης, ο υπόχρεος σε επίδοση αυτής μπορεί να περιλάβει σε αυτή και στοιχεία φορολογητέας ύ­λης, για τα οποία διατηρεί αμφιβολίες αν έχει από το νόμο υ­ποχρέωση, κάνοντας ρητή για το λόγο αυτό επιφύλαξη στη δήλωση που επιδίδει. Η επιφύλαξη πρέπει να είναι ειδική και αιτιολογημένη. Κάθε γενική ή αόριστη επιφύλαξη θεωρείται ανύπαρκτη και δεν επιφέρει κανένα αποτέλεσμα.

Ο προϊστάμενος της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας υποχρεώνεται να απαντήσει στο φορολογούμενο θετικά ή αρνητικά μέσα σε ένα τρίμηνο από την υποβολή της δή­λωσης ως εξής:

α) είτε να δεχθεί την επιφύλαξη και να διαγράψει το πο­σό της φορολογητέας ύλης για το οποίο έγινε η επιφύλα­ξη,

β) είτε να απορρίψει την επιφύλαξη και να γνωστοποιή­σει αυτό στο φορολογούμενο με ιδιαίτερη ανακοίνωση,

την οποία θα του επιδώσει με απόδειξη ή με την κοινοποι- ούμενη πράξη που εκδόθηκε μετά από τη διενέργεια ε­λέγχου. Στην περίπτωση αυτήν, αν δεν επέλθει εξώδικη λύση της διαφοράς, ο φορολογούμενος δικαι-ούται να ζητήσει από το διοικητικό πρωτοδικείο, είτε με την προ­σφυγή που ασκεί για τυχόν άλλες διαφορές που προέκυ­ψαν από τον έλεγχο είτε με αυτοτελή αίτηση που υπο­βάλλεται μέσα στην οριζόμενη προθεσμία για την άσκηση της προσφυγής, τη διαγραφή του ποσού της φορολογη­τέας ύλης για την οποία έγινε η επιφύλαξη. Το διοικητικό πρωτοδικείο αποφαίνεται για το αίτημα και τηρείται σε κά­θε περίπτωση η ενώπιον αυτού ισχύουσα διαδικασία.

2.  Με όμοιο τρόπο μπορεί να γίνει επιφύλαξη στη δήλω­ση όσον αφορά το χαρακτηρισμό της φορολογητέας ύ­λης και την υπαγωγή αυτής σε άλλη φορολογία ή σε άλλη κατηγορία ή σε μειωμένο φορολογικό συντελεστή, τις εκ­πτώσεις από τη φορολογητέα ύλη ή από το φόρο κ.λπ., με ανάλογη εφαρμογή όσων ορίζονται στην προηγούμενη παράγραφο. Ειδικά προκειμένου για την υπαγωγή σε άλ­λη φορολογία ή κατηγορία, αν γίνει δεκτή η επιφύλαξη, η δήλωση θεωρείται ότι υποβλήθηκε για τη φορολογία ή κα­τηγορία αυτήν.

3.  Η επιφύλαξη κατά τις διατάξεις της ενότητας αυτής δεν συνεπάγεται αναστολή της βεβαίωσης και είσπραξης του φόρου που αμφισβητείται με αυτήν. Σε περίπτωση α­ποδοχής των λόγων της επιφύλαξης από τον προϊστάμε­νο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας ή από το διοικη­τικό δικαστήριο, ενεργείται νέα εκκαθάριση του φόρου της δήλωσης και ο επιπλέον φόρος που βεβαιώθηκε ή κα­ταβλήθηκε εκπίπτεται ή συμψηφίζεται με το τυχόν κατα­βλητέο με βάση οριστικά στοιχεία μεγαλύτερο ποσό εκεί­νου που δηλώθηκε ή αλλιώς επιστρέφεται.

4.  Σε υποθέσεις για τις οποίες ο φορολογούμενος υπέ­βαλε δήλωση φορολογίας με επιφύλαξη ή ανακάλεσε την αρχική δήλωσή του, η συζήτηση των προσφυγών ή ένδι­κων μέσων ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων προσ­διορίζεται κατά προτίμηση μέσα σε τρεις (3) μήνες το αρ­γότερο από τη διαβίβαση του φακέλου στο αρμόδιο δικα­στήριο ή από την κατάθεση του ένδικου μέσου.