Ν. 3296: Άρθρο 9 Δαπάνες επιχειρήσεων

 

1.  Η πρώτη περίοδος της περίπτωσης α' της παραγρά­φου 1 του άρθρου 31 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήμα­τος αντικαθίσταται ως εξής:

«α) Των γενικών εξόδων διαχείρισης, στα οποία περι­λαμβάνονται με την επιφύλαξη της παραγράφου 18 του παρόντος άρθρου:».

2.  Το δεύτερο εδάφιο της υποπερίπτωσης δδ' της περί­πτωσης α' της παραγράφου 1 του άρθρου 31 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος αντικαθίσταται ως εξής:

«Το ποσό της έκπτωσης αυτής δεν μπορεί να υπερβεί για καθέναν από τους ασφαλιζόμενους τα χίλια πεντακό­σια (1.500) ευρώ.»

3.  Τα δύο πρώτα εδάφια της περίπτωσης θ' της παρα­γράφου 1 του άρθρου 31 του Κώδικα Φορολογίας Εισο­δήματος αντικαθίστανται ως εξής:

«θ) Του ποσού των προβλέψεων για απόσβεση επισφα­λών απαιτήσεων. Το ποσό της πρόβλεψης αυτής υπολο­γίζεται σε ποσοστό μισό τοις εκατό (0,5%) επί της ανα­γραφόμενης αξίας στα τιμολόγια πώλησης ή παροχής υπηρεσιών προς επιτηδευματίες, μετά την αφαίρεση: αα) των επιστροφών ή εκπτώσεων, ββ) της αξίας των πωλή­σεων ή παροχής υπηρεσιών προς το Δημόσιο, δήμους και κοινότητες, δημόσιες επιχειρήσεις, οργανισμούς ή επι­χειρήσεις κοινής ωφέλειας και νομικά πρόσωπα δημοσί­ου δικαίου και γγ) του ειδικού φόρου κατανάλωσης πε­τρελαιοειδών, του φόρου κατανάλωσης καπνού και λοι­πών φόρων που εμπεριέχονται στην τιμή πώλησης.

Ειδικά για τις επιχειρήσεις σταθερής και κινητής τηλε­φωνίας, τις επιχειρήσεις ύδρευσης - αποχέτευσης, τις επιχειρήσεις παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, καθώς και τις επιχειρήσεις εκμετάλλευσης συνδρομητικών τηλε­οπτικών σταθμών, το ποσό της πρόβλεψης υπολογίζεται με ποσοστό ένα τοις εκατό (1%) επί της αξίας των υπηρε­σιών ή συνδρομητικών που αναγράφεται στα εκδιδόμενα, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κ.Β.Σ., στοιχεία προς επι­τηδευματίες ή ιδιώτες, με εξαίρεση αυτά που εκδίδονται προς το Δημόσιο, δήμους και κοινότητες, δημόσιες επι­χειρήσεις, οργανισμούς ή επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας και νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου.

Ομοίως, υπολογίζεται πρόβλεψη με ποσοστό ένα τοις εκατό (1%) επί της αναγραφόμενης στις αποδείξεις λιανι­κής πώλησης αξίας, η οποία προκύπτει από λιανικές πω­λήσεις διαρκών καταναλωτικών αγαθών με πίστωση που

περιλαμβάνονται στους με αριθμό 501 - 503, 521 - 528 και 721 - 726 κωδικούς ειδών και υπηρεσιών της έρευνας οι­κογενειακών προϋπολογισμών των ετών 1993 - 1994 της Ε.Σ.Υ.Ε., με την προϋπόθεση ότι στις αποδείξεις αυτές αναγράφεται διακεκριμένα το είδος, η ποσότητα και η αξία των συγκεκριμένων αγαθών.

Το ποσό των ως άνω προβλέψεων για κάθε διαχειρι­στική χρήση, συναθροιζόμενο με το ποσό της πρόβλε­ψης που έγινε σε προγενέστερες διαχειριστικές χρήσεις και η οποία εμφανίζεται στα τηρούμενα βιβλία της επι­χείρησης, δεν μπορεί να υπερβεί το ποσοστό τριάντα τοις εκατό (30%) του συνολικού χρεωστικού υπολοίπου του λογαριασμού «Πελάτες», όπως αυτό εμφανίζεται στην απογραφή τέλους χρήσης. Για τον υπολογισμό του χρεωστικού υπολοίπου των πελατών δεν περιλαμβάνο­νται τυχόν υπόλοιπα που αφορούν το Δημόσιο, δήμους ή κοινότητες, δημόσιες επιχειρήσεις, οργανισμούς ή επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας και νομικά πρόσωπα δη­μοσίου δικαίου.

Η έκπτωση της δαπάνης αυτής από τα ακαθάριστα έσο­δα των επιχειρήσεων εμφανίζεται στα τηρούμενα βιβλία αυτών σε ειδικό λογαριασμό «Προβλέψεις για απόσβεση επισφαλών απαιτήσεων».

Η σχηματιζόμενη ως άνω πρόβλεψη χρησιμοποιείται για την απόσβεση (διαγραφή) πελατών οι οποίοι είναι ανε­πίδεκτοι είσπραξης.

Για τους πελάτες που διαγράφονται και για τους οποί­ους δεν έχουν ασκηθεί ένδικα μέσα, η επιχείρηση υπο­χρεούται να γνωστοποιεί σε αυτούς ότι διέγραψε την επι­σφαλή απαίτησή της, εφόσον το ποσό της επισφαλούς απαίτησης, ανά πελάτη, υπερβαίνει τα χίλια (1.000) ευρώ. Επίσης, για τους πελάτες των οποίων οι απαιτήσεις διε- γράφησαν σύμφωνα με τα πιο πάνω, η επιχείρηση συ­ντάσσει συγκεντρωτική κατάσταση με πλήρη στοιχεία για τον καθένα, στην οποία αναγράφονται το ονοματεπώνυ­μο ή η επωνυμία, το επάγγελμα, η διεύθυνση, η δημόσια οικονομική υπηρεσία και ο αριθμός φορολογικού μητρώ­ου του πελάτη, καθώς και το διαγραφέν ποσό. Η πιο πάνω κατάσταση υποβάλλεται στην αρμόδια για τη φορολογία της επιχείρησης Δ.Ο.Υ. σε τρία (3) αντίγραφα, μέχρι τη λήξη της προθεσμίας, η οποία ορίζεται από το άρθρο 20 του Π.Δ. 186/1992 (ΦΕΚ 84 Α').

Πέραν της σχηματιζόμενης κατά τα ανωτέρω πρόβλε­ψης, κανένα άλλο ποσό δεν αναγνωρίζεται προς έκπτωση από τα ακαθάριστα έσοδα για απόσβεση επισφαλών απαιτήσεων. Εξαιρετικά, αν σε κάποια διαχειριστική χρή­ση το ποσό των πράγματι επισφαλών απαιτήσεων, για τις οποίες έχουν εξαντληθεί όλα τα ένδικα μέσα, είναι μεγα­λύτερο εκείνου που προκύπτει από την εφαρμογή του αντίστοιχου ποσοστού πρόβλεψης, το επιπλέον ποσό που δεν καλύπτεται από τη σχηματισθείσα πρόβλεψη, μπορεί να αποσβεσθεί στη διαχειριστική αυτή χρήση με οριστι­κές εγγραφές.

Το ποσό της πρόβλεψης που εμφανίζεται στο λογαρια­σμό 44.11 «Προβλέψεις για επισφαλείς απαιτήσεις» δεν υπόκειται σε φορολογία εισοδήματος, εκτός και αν στο τέλος κάθε πενταετίας, αρχής γενομένης από τη διαχει­ριστική περίοδο 2005 υφίσταται στον ως άνω λογαριασμό υπόλοιπο λόγω μη επαληθεύσεως των προβλέψεων με επισφαλείς απαιτήσεις. Το υπόλοιπο αυτό ποσό μεταφέ­ρεται στα ακαθάριστα έσοδα της επόμενης διαχειριστι­κής περιόδου, υποκείμενο σε φορολογία με τις γενικές διατάξεις.»

4.  Το ποσό των προβλέψεων, που εμφανίζουν οι επιχει­ρήσεις στο λογαριασμό 44.11 «Προβλέψεις για επισφα­λείς απαιτήσεις» του πρώτου ισολογισμού που θα συντά­ξουν μετά την 30ή Δεκεμβρίου 2004, λόγω μη επαλήθευ­σης των προβλέψεων με επισφαλείς απαιτήσεις, φορολογείται αυτοτελώς με συντελεστή είκοσι πέντε τοις εκατό (25%). Η απόδοση του φόρου αυτού γίνεται με την υποβολή δήλωσης στην αρμόδια για τη φορολογία της επιχείρησης δημόσια οικονομική υπηρεσία, εντός δύο μη­νών από τη λήξη της προθεσμίας σύνταξης του ισολογι­σμού, η οποία ορίζεται από την παράγραφο 8 του άρθρου 17 του Π.Δ. 186/1992. Ο φόρος καταβάλλεται σε τρεις ίσες διμηνιαίες δόσεις, από τις οποίες, η μεν πρώτη με την υποβολή της δήλωσης, οι δε υπόλοιπες δύο, μέχρι την τε­λευταία εργάσιμη για τις δημόσιες υπηρεσίες ημέρα των αντίστοιχων δύο διμήνων. Δήλωση που υποβάλλεται χω­ρίς την καταβολή του πιο πάνω ποσού φόρου θεωρείται ως μη υποβληθείσα και δεν παράγει κανένα έννομο απο­τέλεσμα. Με την καταβολή του οφειλόμενου φόρου, εξα­ντλείται η φορολογική υποχρέωση της επιχείρησης, των μετόχων, εταίρων, καθώς και του επιχειρηματία που ασκεί ατομικά την επιχείρηση. Σε περίπτωση κεφαλαιοποίησης ή διανομής του εναπομείναντος ποσού, δεν οφείλεται φό­ρος εισοδήματος.

Οι διατάξεις των άρθρων 66 έως 71, 74, 75 και 113 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, του Ν. 2523/1997 (ΦΕΚ 179 Α-) και του Ν. 2717/1999 (ΦΕΚ 97 Α-) έχουν εφαρ­μογή και για τον επιβαλλόμενο με τις διατάξεις της παρα­γράφου αυτής φόρο.

5.  Το δεύτερο εδάφιο της περίπτωσης β' της παραγρά­φου 1 του άρθρου 31 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήμα­τος αντικαθίσταται ως εξής:

«Ειδικά οι δαπάνες συντήρησης, λειτουργίας, επισκευ­ής, κυκλοφορίας, αποσβέσεων και μισθωμάτων που κα­ταβάλλονται σε εταιρείες χρηματοδοτικής μίσθωσης για επιβατικά αυτοκίνητα ιδιωτικής χρήσης με κυλινδρισμό κινητήρα μέχρι χίλια εξακόσια (1.600) κυβικά εκατοστά, που έχουν στην κυριότητά τους οι επιχειρήσεις ή που έχουν μισθωμένα από τρίτους, εκπίπτουν μέχρι εξήντα τοις εκατό (60%) του συνολικού ύψους αυτών, εφόσον αυτά χρησιμοποιούνται για τις ανάγκες της επιχείρησης.»

6.  Το τρίτο εδάφιο της περίπτωσης στ' της παραγράφου 1 του άρθρου 31 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος αντικαθίσταται ως εξής:

«Πάγια στοιχεία των οποίων η αξία κτήσης του καθενός είναι μέχρι χίλια διακόσια (1.200) ευρώ, μπορούν να απο­σβεσθούν εξ ολοκλήρου μέσα στη χρήση κατά την οποία αυτά χρησιμοποιήθηκαν ή τέθηκαν σε λειτουργία.»

7.  Το πέμπτο εδάφιο της περίπτωσης στ' της παραγρά­φου 1 του άρθρου 31 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήμα­τος αντικαθίσταται ως εξής:

«Για τον υπολογισμό των αποσβέσεων στα πάγια περι­ουσιακά στοιχεία που ανήκουν στην ίδια κατηγορία, οι επιχειρήσεις μπορούν να επιλέγουν και να χρησιμοποι­ούν είτε τον κατώτερο είτε τον ανώτερο συντελεστή απόσβεσης είτε οποιονδήποτε άλλο ενδιάμεσο συντελε­στή μεταξύ κατώτερου και ανώτερου και με την προϋπό­θεση ότι ο συντελεστής που επιλέγεται θα χρησιμοποιεί­ται σταθερά μέχρι την πλήρη απόσβεση των πιο πάνω πα­γίων στοιχείων.»

8.  Στο τέλος της περίπτωσης ια' της παραγράφου 1 του άρθρου 31 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος προ­στίθενται τέσσερα νέα εδάφια, που έχουν ως εξής:

«Όταν οι δαπάνες που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, υπερβαίνουν μέσα στη χρήση, το μέσο όρο των αντίστοι­χων δαπανών που πραγματοποιήθηκαν τις δύο προηγού­μενες χρήσεις, αφαιρείται από τα καθαρά κέρδη, όπως αυτά προσδιορίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις του νό­μου αυτού, επιπλέον ποσοστό πενήντα τοις εκατό (50%) των δαπανών αυτών που πραγματοποιήθηκαν στη χρήση. Στην περίπτωση αυτή, οι διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 4 του παρόντος για τη μεταφορά της ζημίας, έχουν εφαρμογή για το υπόλοιπο ζημιών που προκύπτει μετά την αφαίρεση του πιο πάνω ποσοστού. Π ροϋπόθεση εφαρμογής των δύο προηγούμενων εδαφίων είναι η πι­στοποίηση της πραγματοποίησης των πιο πάνω δαπανών από το Υπουργείο Ανάπτυξης. Για το σκοπό αυτόν, η αρ­μόδια υπηρεσία του Υπουργείου αυτού υποχρεούται να χορηγεί βεβαίωση στην οποία θα αναφέρεται το είδος των δαπανών και ο χρόνος πραγματοποίησής τους.»

9.  Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου έχουν εφαρμογή για δαπάνες που πραγματοποιούνται από την 1η Ιανουαρίου 2005 μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2008.

10.          Το δεύτερο και τα επόμενα εδάφια της περίπτωσης ι' της παραγράφου 1 του άρθρου 31 του Κώδικα Φορολο­γίας Εισοδήματος αντικαθίστανται ως εξής:

«Όταν οι πιο πάνω αποζημιώσεις ή δικαιώματα κατα­βάλλονται σε αλλοδαπούς οργανισμούς ή αλλοδαπές επιχειρήσεις, με εξαίρεση αυτές που αναφέρονται στην παράγραφο 14 του άρθρου αυτού, εκπίπτουν με τις ακό­λουθες προϋποθέσεις:

αα) Η υποχρέωση καταβολής να προκύπτει από έγγρα­φη σύμβαση και από αντίστοιχο τιμολόγιο του αντισυμ­βαλλόμενου.

ββ) Να έχει αποδοθεί στο Δημόσιο ο φόρος που ορίζε­ται από τις διατάξεις της παραγράφου 6 του άρθρου 13 ή της οικείας διμερούς σύμβασης περί αποφυγής της δι­πλής φορολογίας.

γγ) Σε περίπτωση μη καταβολής του ποσού εντός της οικείας διαχειριστικής περιόδου, αρκεί η πίστωση στο όνομα του αλλοδαπού δικαιούχου μέχρι τη λήξη της προ­θεσμίας κλεισίματος ισολογισμού της διαχειριστικής πε­ριόδου στην οποία αναφέρονται οι αποζημιώσεις ή τα δι­καιώματα.

δδ) Απαιτείται προέγκριση από Επιτροπή, η οποία συ­στήνεται για το σκοπό αυτόν στο Υπουργείο Οικονομίας και Οικονομικών, ως ακολούθως:

i)   Όταν τα υπόψη ποσά καταβάλλονται από εμπορικές επιχειρήσεις και αφορούν σήματα, μεθόδους εμπορίας ή διανομής και άλλα συναφή δικαιώματα, ανεξάρτητα από το ύψος αυτών και με την προϋπόθεση ότι δεν έχουν εν­σωματωθεί στην τιμή πώλησης των αγαθών. Τα ανωτέρω εφαρμόζονται και για τον κλάδο εμπορίας των μικτών επι­χειρήσεων.

ii)  Όταν τα υπόψη ποσά καταβάλλονται από επιχειρή­σεις με διαφορετικό αντικείμενο εργασιών στη μητρική τους εταιρία, καθώς και σε αλλοδαπές επιχειρήσεις που ανήκουν στον ίδιο όμιλο, και εφόσον υπερβαίνουν στις ανωτέρω περιπτώσεις το τέσσερα τοις εκατό (4%) των ακαθάριστων εσόδων που προκύπτουν από τη χρήση του συγκεκριμένου δικαιώματος και μέχρι πεντακόσιες χιλιά­δες (500.000) ευρώ ετησίως.

Για τις αποφάσεις της Επιτροπής εφαρμόζονται οι δια­τάξεις του Ν. 2717/1999 (ΦΕΚ 97 Α').

Η Επιτροπή αυτή, συγκροτούμενη με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, απαρτίζεται από

έναν σύμβουλο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, ως Πρόεδρο και μέλη αυτής τους Γενικούς Διευθυντές Ελέγχων και Φορολογίας του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών, έναν ορκωτό ελεγκτή και έναν εκπρό­σωπο του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών. Η Επιτρο­πή, προκειμένου να μορφώσει και τεκμηριώσει γνώμη, μπορεί να ζητά αναλυτικά στοιχεία, δικαιολογητικά και οποιαδήποτε άλλη πληροφορία κρίνει κατά περίπτωση χρήσιμη.

Επίσης, με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οι­κονομικών, καθορίζονται τα δικαιολογητικά και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή των διατάξεων της περίπτωσης αυτής.

Για τα πνευματικά, συγγενικά και συναφή δικαιώματα που καταβάλλονται για λογαριασμό τρίτων, δεν απαιτεί­ται προέγκριση, ανεξαρτήτως ποσού.

Τα αναγνωριζόμενα σε κάθε περίπτωση ποσοστά που καταβάλλονται δεν μπορεί να είναι ανώτερα από το μέσο όρο των ποσοστών που καταβάλλονται από επιχειρήσεις του ίδιου ομίλου άλλων χωρών προς εταιρία του αυτού ομίλου.»

11.          Το δεύτερο και τρίτο εδάφιο της περίπτωσης ιη' της παραγράφου 1 του άρθρου 31 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίστανται ως εξής:

«Τα έξοδα αυτά εκπίπτουν εφόσον και στο βαθμό που η πραγματοποίησή τους συμβάλλει στη δημιουργία εισο­δήματος για την επιχείρηση. Όταν τα πιο πάνω ποσά κα­ταβάλλονται σε αλλοδαπούς οργανισμούς ή αλλοδαπές επιχειρήσεις, με εξαίρεση αυτές που αναφέρονται στην παράγραφο 14 του άρθρου αυτού και εφόσον τα ποσά αυτά υπερβαίνουν το πέντε τοις εκατό (5%) των αντίστοι­χων δαπανών της επιχείρησης και μέχρι εκατό χιλιάδες (100.000) ευρώ, απαιτείται προέγκριση από την Επιτροπή που προβλέπεται από τις διατάξεις της περίπτωσης ι'. Οι διατάξεις του τελευταίου εδαφίου της περίπτωσης ι' εφαρμόζονται ανάλογα.»

12.          Οι διατάξεις των παραγράφων 10 και 11 ισχύουν για τα ποσά των δικαιωμάτων ή αποζημιώσεων, καθώς και για τα ποσά των εξόδων διοικητικής υποστήριξης που κατα­βάλλονται από την 1η Ιανουαρίου 2005 και μετά.

13.          Το πρώτο εδάφιο της περίπτωσης ιστ' της παρα­γράφου 1 του άρθρου 31 του Κώδικα Φορολογίας Εισο­δήματος τροποποιείται ως εξής:

«Των μισθωμάτων που καταβάλλει ο μισθωτής στις εται­ρείες του Ν. 1665/1986 (ΦΕΚ 194 Α-) ή σε αλλοδαπές εται­ρείες χρηματοδοτικής μίσθωσης, για την εκπλήρωση υποχρεώσεών του από συμβάσεις χρηματοδοτικής μί­σθωσης.»

14.          Στην παράγραφο 1 του άρθρου 31 του Κώδικα Φο­ρολογίας Εισοδήματος προστίθενται περιπτώσεις μ', ν', ξ', ο', π' και ρ', που έχουν ως εξής:

«μ) Των εξόδων διανυκτέρευσης σε ξενοδοχείο, αλλο­δαπών πελατών, αντιπροσώπων και διευθυντικών στελε­χών ημεδαπών ή αλλοδαπών επιχειρήσεων, καθώς και ει­δικών επιστημόνων, που προκύπτει από τα εκδοθέντα φο­ρολογικά στοιχεία. Τα ανωτέρω ισχύουν με την προϋπόθεση, ότι το ξενοδοχείο ευρίσκεται εντός του Δή­μου στη χωρική αρμοδιότητα του οποίου είναι εγκατε­στημένη η έδρα ή υποκατάστημα της επιχείρησης που επιβαρύνεται με τα πιο πάνω έξοδα. Ειδικά, για τις επιχει­ρήσεις και τα υποκαταστήματα που λειτουργούν στους Νομούς Αττικής και Θεσσαλονίκης, το ξενοδοχείο φιλο­ξενίας μπορεί να βρίσκεται εντός των ορίων των νομών

αυτών. Η αξία των δώρων που γίνονται προς τα ανωτέρω πρόσωπα και μέχρι είκοσι (20) ευρώ για κάθε δωρεοδόχο. Λοιπά έξοδα φιλοξενίας και διανυκτέρευσης δεν αναγνω­ρίζονται προς έκπτωση.

ν) Των ποσών που καταβάλλει η επιχείρηση για επιμόρ­φωση του προσωπικού της με την προϋπόθεση ότι η επι­μόρφωση έχει σχέση με το αντικείμενο εργασιών της επι­χείρησης ή το αντικείμενο εργασιών του προσωπικού μέ­σα στην επιχείρηση ή τέλος, με τη χρήση ηλεκτρονικών υπολογιστών ή των προγραμμάτων αυτών που χρησιμο­ποιούνται για τις ανάγκες της επιχείρησης.

ξ) Των ποσών που καταβάλλει η επιχείρηση για την κά­λυψη του ενοικίου κατοικίας των εργαζομένων σε αυτήν, με την προϋπόθεση, ότι τα ποσά αυτά υπόκεινται σε φο­ρολογία σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 45.

ο) Των ποσών που καταβάλλει η επιχείρηση σε παιδι­κούς και βρεφονηπιακούς σταθμούς.

π) Των χρηματικών βραβείων που καταβάλλει επιχείρη­ση σε εργαζομένους της λόγω των εξαιρετικών επιδόσε­ων που έχουν επιτύχει αποδεδειγμένα στα Ανώτατα Εκ­παιδευτικά Ιδρύματα που σπουδάζουν και μέχρι τρεις χι­λιάδες (3.000) ευρώ για κάθε εργαζόμενο.

ρ) Των ποσών που καταβάλλει η επιχείρηση για την αγο­ρά ειδικής ενδυμασίας του προσωπικού της, η οποία για λόγους υγιεινής ή ασφάλειας, επιβάλλεται ως απαραίτη­τη για την εκτέλεση του αντικειμένου των εργασιών του.»

15. Στο άρθρο 31 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος προστίθεται παράγραφος 18, που έχει ως εξής:

«18. Δαπάνες που εμπίπτουν στις διατάξεις του παρό­ντος άρθρου, εκτός εκείνων που ρητά μνημονεύονται σε αυτό, για τις οποίες έχει γίνει δεκτό με διοικητικές λύσεις και με τη δικαστηριακή νομολογία ότι εκπίπτουν από τα ακαθάριστα έσοδα βάσει των διατάξεων του άρθρου αυ­τού, περιλαμβάνονται σε απόφαση του Υπουργού Οικονο­μίας και Οικονομικών. Η αναγνώριση των οριζόμενων στην απόφαση αυτή δαπανών είναι δεσμευτική για τις ελεγκτι­κές υπηρεσίες. Για την υλοποίηση των ανωτέρω, εντός μη­νός από την έναρξη ισχύος της παραγράφου αυτής εκδί­δεται η οριζόμενη από το πρώτο εδάφιο απόφαση.

Για οποιαδήποτε προσθήκη ή αφαίρεση περίπτωσης από τον κατάλογο αυτόν, η ενδιαφερόμενη επιχείρηση ή η επαγγελματική ένωση στην οποία ανήκει ή η ελεγκτική υπηρεσία δικαιούται να υποβάλει στην αρμόδια για τη φο­ρολογία εισοδήματος υπηρεσία του Υπουργείου Οικονο­μίας και Οικονομικών αίτηση, εντός δύο (2) μηνών από την έναρξη ισχύος της παραγράφου αυτής, προκειμένου να εξετασθεί η συγκεκριμένη περίπτωση από ειδική γνωμο­δοτική επιτροπή η οποία συνιστάται για το σκοπό αυτόν στο πιο πάνω Υπουργείο. Μέχρι την 30ή Ιουνίου 2005 εκ­δίδεται νέα απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικο­νομικών με την οποία επιφέρονται οι μεταβολές για τις οποίες γνωμοδότησε, σύμφωνα με τα πιο πάνω, η επιτρο­πή, κατόπιν της άνω αίτησης ή εισήγησης της υπηρεσίας ή και αυτεπαγγέλτως. Η αναγνώριση των τυχόν επιπλέον αναγνωριζόμενων περιπτώσεων δαπανών είναι δεσμευτι­κή και για προηγούμενες διαχειριστικές περιόδους, εφό­σον είναι εκκρεμείς. Τυχόν αφαίρεση αναγνωριζόμενων περιπτώσεων δαπανών θα ισχύει από την επόμενη διαχει­ριστική χρήση. Με την ίδια διαδικασία θα ορίζονται κάθε χρόνο οι μεταβολές στις περιπτώσεις δαπανών που εκπί­πτουν από τα ακαθάριστα έσοδα των επιχειρήσεων.

Η επιτροπή της παραγράφου αυτής αποτελείται από έναν σύμβουλο ή πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του

Κράτους, τους προϊσταμένους των Διευθύνσεων Φορο­λογίας Εισοδήματος και Ελέγχου, έναν εκπρόσωπο της Ένωσης Επιμελητηρίων Ελλάδος, καθώς και έναν καθη­γητή Ανώτατου Εκπαιδευτικού Ιδρύματος συναφούς αντικειμένου. Ο Πρόεδρος, τα μέλη και ο γραμματέας αυ­τής ως και οι αναπληρωτές αυτών, ο τρόπος λειτουργίας και λήψης απόφασης, καθώς και λοιπές λεπτομέρειες ορίζονται με Απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οι­κονομικών.»