Ν.3691/2008 Άρθρο 57

 

    1. α. Στην περίπτωση β' της παραγράφου 1 του άρ­θρου 29 του ν. 3205/2003 (ΦΕΚ 297 Α'), μετά τη φράση «Αντιπρόεδρος του ΣτΕ, του Α.Π. και του Ε.Σ.» και πριν από τη φράση «και Επίτροπος Επικρατείας των Τ.Δ.Δ.» προστίθενται οι λέξεις «Επίτροπος της Επικρατείας του Ε.Σ.».

    β. Ο βασικός μισθός του Πρωτοδίκη (άρθρο 29 παρ. 2 του ν. 3205/2003, όπως ισχύει) ορίζεται, από 1.1.2008, σε δύο χιλιάδες εξήντα επτά (2.067) ευρώ.

 

    2. Οι περιπτώσεις α' έως και ζ' της παρ. A3 του άρ­θρου 30 του ν. 3205/2003 αντικαθίστανται από 1.1.2008 ως εξής:

    «α. Ειρηνοδίκες Γ' και Δ' Τάξης, Δόκιμος Εισηγητής του ΣτΕ και αντίστοιχοι πεντακόσια πενήντα (550) ευρώ.

    β. Εισηγητής του ΣτΕ και αντίστοιχοι επτακόσια ογδό­ντα (780) ευρώ.

    γ. Πρόεδρος Πρωτοδικών και αντίστοιχοι εννιακόσια (900) ευρώ.

    δ. Πάρεδρος του ΣτΕ και αντίστοιχοι εννιακόσια πε­νήντα (950) ευρώ.

    ε. Πρόεδρος Εφετών, Σύμβουλος της Επικρατείας και αντίστοιχοι χίλια (1.000) ευρώ.

    στ. Αντιπρόεδρος και αντίστοιχοι χίλια πενήντα (1.050) ευρώ.

    ζ. Πρόεδρος και αντίστοιχοι χίλια εκατό (1.100) ευρώ.»

 

    3. α. Το δεύτερο και το τρίτο εδάφιο της παρ. Α5 του άρθρου 30 του ν. 3205/2003 αντικαθίστανται, από 1.1.2008, ως ακολούθως:

    «Για δικαστικούς λειτουργούς από το βαθμό του Προ­έδρου Πρωτοδικών και αντίστοιχων μέχρι και το βαθμό του Προέδρου Ανωτάτου Δικαστηρίου εννιακόσια πε­νήντα (950) ευρώ.

    Για δικαστικούς λειτουργούς από το βαθμό του Ει­ρηνοδίκη Δ' Τάξης μέχρι και το βαθμό του Εισηγητή του ΣτΕ και αντίστοιχων επτακόσια ενενήντα έξι (796) ευρώ.»

    β. Μετά την παράγραφο Α6 του άρθρου 30 του ν. 3205/ 2003 προστίθεται παράγραφος 7 ως εξής:

    «7. Τα ποσά των παραγράφων 3 και 5 αναπροσαρμό­ζονται κατ' έτος αυτόματα, με αφετηρία την 1.1.2009, σύμφωνα με το ποσοστό της εκάστοτε εισοδηματικής πολιτικής.»

 

    4. Η παρ. Α6 του άρθρου 30 του ν. 3205/2003 αντικα­θίσταται, από 1.1.2008, ως εξής:

    «Α6. Αποζημίωση εξόδων παράστασης στους δικα­στές που φέρουν βαθμό Προέδρου, Αντιπροέδρου και Συμβούλου Επικρατείας ή αντίστοιχους, οριζόμενη κατά βαθμό ως εξής:

    Πρόεδρος ΣτΕ και αντίστοιχοι τριακόσια (300) ευρώ.

    Αντιπρόεδρος ΣτΕ και αντίστοιχοι διακόσια (200) ευρώ.

    Σύμβουλος Επικρατείας και αντίστοιχοι εκατόν πε­νήντα (150) ευρώ.

    Η αποζημίωση αυτή δεν παρέχεται σε δικαστικούς λειτουργούς που δεν φέρουν τους ανωτέρω βαθμούς, ανεξαρτήτως της τυχόν μισθολογικής εξομοίωσης προς αυτούς.»

 

    5. Ο βασικός μισθός του Δικαστικού Αντιπροσώπου (άρθρο 32 παρ. 2 του ν. 3205/2003, όπως ισχύει) ορίζε­ται, από 1.1.2008, σε δύο χιλιάδες εξήντα επτά (2.067) ευρώ.

 

    6. Οι περιπτώσεις α' έως και στ' της παραγράφου A3 του άρθρου 33 του ν. 3205/2003 αντικαθίστανται, από 1.1.2008, ως εξής:

    «α. Δόκιμος Δικαστικός Αντιπρόσωπος πεντακόσια πενήντα (550) ευρώ.

    β. Δικαστικός Αντιπρόσωπος επτακόσια ογδόντα (780) ευρώ.

    γ. Δικαστικός Αντιπρόσωπος Α' Τάξης εννιακόσια (900) ευρώ.

    δ. Πάρεδρος εννιακόσια πενήντα (950) ευρώ. ε

    . Σύμβουλος χίλια (1.000) ευρώ. στ. Αντιπρόεδρος χίλια πενήντα (1.050) ευρώ.

    ζ. Πρόεδρος χίλια εκατό (1.100) ευρώ.»

 

    7. α. Το δεύτερο και το τρίτο εδάφιο της παραγράφου Α5 του άρθρου 33 του ν. 3205/2003 αντικαθίστανται, από 1.1.2008, ως ακολούθως:

    «Δικαστικός Αντιπρόσωπος Α' Τάξης μέχρι Πρόεδρο εννιακόσια πενήντα (950) ευρώ.

    Δόκιμος και Δικαστικός Αντιπρόσωπος επτακόσια ενενήντα έξι (796) ευρώ.»

    β. Μετά το τέλος της παραγράφου Α6 του άρθρου 33 του ν. 3205/2003 προστίθεται παράγραφος 7 ως εξής:

    «7. Τα ποσά των παραγράφων 3 και 5 αναπροσαρμό­ζονται κατ' έτος αυτόματα, με αφετηρία την 1.1.2009, σύμφωνα με το ποσοστό της εκάστοτε εισοδηματικής πολιτικής.»

 

    8. Η παράγραφος Α6 του άρθρου 33 του ν. 3205/2003 αντικαθίσταται, από 1.1.2008, ως εξής:

    «Α6. Αποζημίωση εξόδων παράστασης οριζόμενη κατά βαθμό ως εξής: Πρόεδρος τριακόσια (300) ευρώ Αντιπρόεδρος διακόσια (200) ευρώ. Σύμβουλος εκατόν πενήντα (150) ευρώ.»

 

    9. Το άρθρο 4 του ν. 2521/1997 (ΦΕΚ 174 Α') αντικαθί­σταται από 1.1.2008 ως εξής:

    «Άρθρο 4

    Διαρρυθμίσεις μισθολογικών προαγωγών 1.α. Στους δικαστικούς λειτουργούς με βαθμό Πρωτο­δίκη, Εισηγητή του ΣτΕ και αντίστοιχους, οι οποίοι συ­μπληρώνουν επτά συνολικά έτη δικαστικής υπηρεσίας, συνυπολογιζομένης και της υπηρεσίας ως Παρέδρου Πρωτοδικείου, Δόκιμου Εισηγητή του ΣτΕ και αντίστοι­χων, και δεν προάγονται ελλείψει κενών θέσεων, πα­ρέχονται, με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, οι αποδοχές του επόμενου βαθμού. Ως αποδοχές νοούνται ο βασικός μισθός, καθώς και τα κάθε είδους επιδόματα και λοιπές παροχές που θα ελάμβανε ο δικαστικός λει­τουργός αν είχε προαχθεί στο βαθμό αυτόν.

    β. Στους δικαστικούς λειτουργούς με βαθμό Προέδρου Πρωτοδικών και αντίστοιχους, οι οποίοι συμπληρώνουν τον απαιτούμενο κατά νόμο χρόνο για την προαγωγή στον επόμενο βαθμό του οικείου κλάδου και δεν προά­γονται ελλείψει κενών θέσεων, παρέχεται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, από τη συμπλήρωση του προς προαγωγή χρόνου, προσαύξηση ίση με τα πενήντα εκατοστά (50/100) της διαφοράς του βασικού μισθού μεταξύ του αμέσως επόμενου και του κατεχόμενου βαθ­μού. Στους ίδιους δικαστικούς λειτουργούς, οι οποίοι συμπληρώνουν στο βαθμό τους διπλάσιο χρόνο από τον κατά νόμο απαιτούμενο για προαγωγή στον επόμενο βαθμό και εξακολουθούν να παραμένουν στον ίδιο βαθ­μό μη προαγόμενοι ελλείψει κενών θέσεων, παρέχεται, με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, προσαύξηση ίση με τα ενενήντα εκατοστά (90/100) της διαφοράς του βασικού μισθού μεταξύ του αμέσως επόμενου και του κατεχόμενου βαθμού από τη συμπλήρωση του διπλά­σιου αυτού χρόνου. Για τη χορήγηση των προσαυξήσε­ων λαμβάνεται υπόψη μόνο ο προβλεπόμενος από τις οικείες διατάξεις χρόνος παραμονής στον κατεχόμενο βαθμό για προαγωγή στον επόμενο.

    γ) Στους δικαστικούς λειτουργούς με βαθμό Εφέτη και αντίστοιχους, οι οποίοι συμπληρώνουν τον απαι­τούμενο κατά νόμο χρόνο για προαγωγή στον επόμενο βαθμό του οικείου κλάδου και δεν προάγονται ελλείψει κενών θέσεων, παρέχεται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, από τη συμπλήρωση του προς προαγω­γή χρόνου, προσαύξηση ίση με τα πενήντα εκατοστά (50/100) της διαφοράς του βασικού μισθού μεταξύ του αμέσως επόμενου και του κατεχόμενου βαθμού. Στους ίδιους δικαστικούς λειτουργούς, οι οποίοι συμπληρώ­νουν στο βαθμό τους διπλάσιο χρόνο από τον κατά νόμο απαιτούμενο για προαγωγή στον επόμενο βαθμό και εξακολουθούν να παραμένουν στον ίδιο βαθμό μη προαγόμενοι ελλείψει κενών θέσεων, παρέχεται με από­φαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, από τη συμπλήρωση του διπλάσιου αυτού χρόνου, προσαύξηση ίση με τα ενενήντα πέντε εκατοστά (95/100) της διαφοράς του βασικού μισθού μεταξύ του αμέσως επόμενου και του κατεχόμενου βαθμού. Για τη χορήγηση των προσαυξή­σεων στους ανωτέρω δικαστικούς λειτουργούς λαμ­βάνεται υπόψη μόνο ο προβλεπόμενος από τις οικείες διατάξεις χρόνος παραμονής στον κατεχόμενο βαθμό για προαγωγή στον επόμενο.

    δ) Στους δικαστικούς λειτουργούς με βαθμό Συμβού­λου Επικρατείας, Προέδρου Εφετών και αντίστοιχους, οι οποίοι παραμένουν επί τριετία στο βαθμό τους και δεν προάγονται ελλείψει κενών θέσεων ή λόγω εξά­ντλησης της ιεραρχίας τους αντίστοιχα, παρέχεται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης προσαύξηση ίση με τα εβδομήντα εκατοστά (70/100) της διαφοράς του βασικού μισθού μεταξύ του αμέσως επόμενου και του κατεχόμενου βαθμού. Στο χρόνο υπηρεσίας των δικα­στικών λειτουργών με βαθμό Συμβούλου Επικρατείας και αντίστοιχων συνυπολογίζεται και ο χρόνος υπηρε­σίας τους ως Προέδρων Εφετών. Για τους βαθμούς του Αντεισαγγελέα του Α.Π., του Αντεπιτρόπου Επικρατείας του Ε.Σ. και των Τ.Δ.Δ. και του Προέδρου και Εισαγγελέα Εφετών, ως αμέσως επόμενος βαθμός για την εφαρμογή της διάταξης αυτής θεωρείται ο βαθμός του Αντιπροέ­δρου Ανωτάτου Δικαστηρίου.

    ε) Στους δικαστικούς λειτουργούς με βαθμό Αντιπρο­έδρου Ανωτάτου Δικαστηρίου και αντίστοιχους, παρέ­χεται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, από της προαγωγής τους ως Αντιπροέδρων προσαύξηση ίση με τα εβδομήντα εκατοστά (70/100) της διαφοράς μεταξύ του βασικού μισθού Αντιπροέδρου Ανωτάτου Δικαστη­ρίου και Προέδρου Ανωτάτου Δικαστηρίου.

    στ) Στους Ειρηνοδίκες Α' τάξης που συμπληρώνουν δικαστική υπηρεσία είκοσι τεσσάρων ετών παρέχεται, μετά από απόφαση του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβου­λίου, ο βασικός μισθός του Εφέτη.

 

    2. Για την εφαρμογή των διατάξεων της παραγρά­φου 1 του άρθρου αυτού, ως υπηρεσία νοείται μόνο η πραγματική υπηρεσία που έχει διανυθεί με την ιδιότη­τα του δικαστικού λειτουργού, και όχι οι υπηρεσίες ή προϋπηρεσίες σε άλλες θέσεις, ανεξάρτητα αν αυτές λαμβάνονται υπόψη για τη χορήγηση του επιδόματος χρόνου υπηρεσίας.

 

    3. Για τη χορήγηση μισθολογικής προαγωγής σε δικα­στικό λειτουργό με βαθμό Προέδρου Εφετών και κάτω ή αντίστοιχο, στον οποίο έχει επιβληθεί πειθαρχική ποινή σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις ή υπάρ­χει ποινική καταδίκη σε σχέση με την εκτέλεση των καθηκόντων του ή στις εκθέσεις επιθεώρησης και τα λοιπά στοιχεία του προσωπικού του μητρώου υπάρ­χουν δυσμενείς χαρακτηρισμοί για την υπηρεσιακή του απόδοση, απαιτείται και σύμφωνη γνώμη του οικείου Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου. Σε περίπτωση που το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο δεν συμφωνεί με τη χορήγηση της μισθολογικής προσαύξησης, ο δικαστικός λειτουργός επανακρίνεται μετά ένα έτος από τότε που συμπλήρωσε τον απαιτούμενο προς προαγωγή χρόνο. Αν και πάλι δεν χορηγηθεί η μισθολογική προαγωγή, η κρίση επαναλαμβάνεται κάθε φορά μετά ένα έτος από την προηγούμενη κρίση. Η θετική κρίση του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου δεν μπορεί σε καμία περίπτω­ση να αναδράμει σε χρόνο προγενέστερο της ημέρας συμπλήρωσης του έτους που απαιτείται για την τελευ­ταία κρίση. Στους δικαστικούς λειτουργούς με βαθμό Αρεοπαγίτη και άνω ή αντίστοιχο, στους οποίους έχει επιβληθεί πειθαρχική ποινή σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις ή υπάρχει ποινική καταδίκη σε σχέση με την εκτέλεση των καθηκόντων του, δεν χορηγείται μισθο­λογική προσαύξηση.»

 

    10. Η παράγραφος 10 του άρθρου 10 του ν. 2521/1997 αντικαθίσταται, από 1.1.2008, ως εξής:

    «10. Μέλη του κύριου προσωπικού μέχρι και το βαθμό Παρέδρου, που συμπληρώνουν τον απαιτούμενο κατά νόμο χρόνο για την προαγωγή στον επόμενο βαθμό και δεν προάγονται, ελλείψει κενών θέσεων, λαμβά­νουν, από τη συμπλήρωση του προς προαγωγή χρόνου, προσαύξηση στο βασικό μισθό του βαθμού τους ίση με τα πενήντα εκατοστά (50/100) της διαφοράς του βασικού μισθού μεταξύ του αμέσως επόμενου και του κατεχόμενου βαθμού.

    Τα ίδια μέλη που συμπληρώνουν στο βαθμό τους δι­πλάσιο χρόνο από τον κατά νόμο απαιτούμενο προς προαγωγή στον επόμενο βαθμό και εξακολουθούν να παραμένουν στον ίδιο βαθμό, μη προαγόμενοι για την ίδια ως άνω αιτία, η ανωτέρω προσαύξηση ορίζεται, από τη συμπλήρωση του διπλάσιου αυτού χρόνου, στα ενενήντα εκατοστά (90/100) της διαφοράς του βασικού μισθού μεταξύ του αμέσως επόμενου και του κατεχό­μενου βαθμού. Ειδικά για τους Παρέδρους το ανωτέρω ποσοστό της δεύτερης προσαύξησης ορίζεται στα ενε­νήντα πέντε εκατοστά (95/100).

    Για τη χορήγηση των προσαυξήσεων στα ανωτέρω μέλη λαμβάνεται υπόψη μόνον ο προβλεπόμενος από τις οικείες διατάξεις χρόνος παραμονής στον κατεχό­μενο βαθμό, για προαγωγή στον επόμενο. Προκειμένου για Δικαστικό Αντιπρόσωπο, ο χρόνος παραμονής στον κατεχόμενο βαθμό ορίζεται σε πέντε έτη.

    Σύμβουλοι του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους με τη συμπλήρωση τριών ετών υπηρεσίας στο βαθμό αυ­τόν και μη προαγόμενοι στον επόμενο, ελλείψει κενών θέσεων, λαμβάνουν προσαύξηση επί του βασικού μισθού ίση με τα εβδομήντα εκατοστά (70/100) της διαφοράς του βασικού μισθού μεταξύ του αμέσως επόμενου και του κατεχόμενου βαθμού. Η ίδια αυτή προσαύξηση χο­ρηγείται και στους Αντιπροέδρους του Νομικού Συμβου­λίου του Κράτους από την προαγωγή τους στο βαθμό αυτόν.»

    Στο τρίτο και τέταρτο εδάφιο της παραγράφου 11 του ίδιου άρθρου αντικαθίστανται οι λέξεις «δύο (2) έτη» από τις λέξεις «ένα (1) έτος» και στο πέμπτο εδάφιο αντικαθίσταται η λέξη «διετίας» από τη λέξη «έτους». Η παρούσα ρύθμιση ισχύει από 1.1.2008.

 

 

    11. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Δικαιοσύνης καθορίζεται ο χρόνος και ο τρόπος καταβολής της διαφοράς αποδοχών που απορ­ρέει από τις διατάξεις του παρόντος άρθρου, για το χρονικό διάστημα από 1.1.2008 εως 31.12.2008 προς τους δικαστικούς λειτουργούς, καθώς και τα μέλη του κύριου προσωπικού του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, εν ενεργεία και συνταξιούχους όλων των βαθμίδων.

 

    12. Οι διατάξεις του άρθρου αυτού δεν εφαρμόζονται σε όσους εξομοιώνονται μισθολογικά με δικαστικούς λειτουργούς ή με μέλη του κύριου προσωπικού του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους. Όπου στην κείμενη νομοθεσία υπάρχουν διατάξεις που παραπέμπουν για τον καθορισμό αποδοχών στις αποδοχές των δικαστι­κών λειτουργών και των μελών του κύριου προσωπικού του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, αυτές θεωρού­νται ότι παραπέμπουν στις αποδοχές των δικαστικών λειτουργών και των μελών του κύριου προσωπικού του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, όπως αυτές είχαν διαμορφωθεί μέχρι και την ισχύ του ν. 3670/2008 (ΦΕΚ 117 Α').

 

    13. Από την έναρξη ισχύος του παρόντος καταργείται κάθε διάταξη ή κανονιστική διοικητική πράξη που κα­θορίζει αποδοχές και λοιπές αποζημιώσεις υψηλότερες των αντίστοιχων των Προέδρων των Ανωτάτων Δικα­στηρίων, σε λειτουργούς και υπαλλήλους του Δημοσίου, των Ο.Τ.Α. α' και β' βαθμού και των άλλων Ν.Π.Δ.Δ. πλην εκείνων που δεν περιλαμβάνονται στο δημόσιο τομέα, σύμφωνα με το άρθρο 51 παρ. 1 περιπτωση β' του ν. 1892/1990 (ΦΕΚ 101 Α'), καθώς και στους Προέδρους και τα μέλη των Ανεξάρτητων Διοικητικών Αρχών ή άλλων Αρχών που εξομοιώνονται με αυτές ή Επιτροπών ή άλ­λων διοικητικών σχηματισμών των φορέων αυτών.

    Οι αποδοχές, που προβλέπονται από τις καταργού­μενες διατάξεις επανακαθορίζονται με κοινή απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών και του κατά περίπτωση αρμόδιου Υπουργού και δεν μπορούν να υπερβαίνουν το ύψος των αποδοχών των Προέδρων των Ανωτάτων Δικαστηρίων.

    Μέχρι την έκδοση των αποφάσεων επανακαθορισμού, το ύψος των πάσης φύσεως αποδοχών και αποζημιώσε­ων περιορίζεται σε αυτό των Προέδρων των Ανωτάτων Δικαστηρίων, με ευθύνη των αρμόδιων εκκαθαριστών.