Ν.3691/2008 Άρθρο 7 Επιτροπή καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας

 

    1. Συνιστάται Επιτροπή με την επωνυμία «Επιτρο­πή καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας», η οποία εδρεύει στην Αττική και εποπτεύεται από τον Υπουργό Οικονομίας και Οικο­νομικών, με απόφαση του οποίου καθορίζεται ο τόπος των εγκαταστάσεων αυτής.

 

    2. Η Επιτροπή συγκροτείται από τον Πρόεδρο και οκτώ μέλη, των οποίων η θητεία είναι διετής και μπορεί να ανανεώνεται για μία φορά ακόμη.

 

    3. Πρόεδρος της Επιτροπής ορίζεται με τον αναπλη­ρωτή του ανώτατος εισαγγελικός λειτουργός εν ενερ­γεία με απόφαση του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου και είναι πλήρους απασχόλησης.

 

    4. Τα μέλη της Επιτροπής διορίζονται με κοινή από­φαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Δικαιοσύνης, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Ως μέλη διορίζονται: α) ένα στέλεχος από τη Γενική Διεύθυνση Οικονομικής Πολιτικής και ένα από την Υπηρεσία Ειδικών Ελέγχων που προτείνονται από τον Υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών, β) ένα στέ­λεχος από το Υπουργείο Δικαιοσύνης που προτείνεται από τον Υπουργό Δικαιοσύνης, γ) ένα στέλεχος από το Αρχηγείο της Ελληνικής Αστυνομίας που προτείνεται από τον Υπουργό Εσωτερικών, δ) ένα στέλεχος από την Τράπεζα της Ελλάδος που προτείνεται από τον Διοι­κητή της Τράπεζας της Ελλάδος, ε) ένα στέλεχος από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς που προτείνεται από το Διοικητικό Συμβούλιο της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, στ) ένα στέλεχος από την Επιτροπή Εποπτείας Ιδιωτικής Ασφάλισης που προτείνεται από το Διοικητικό Συμβού­λιο της Επιτροπής Εποπτείας Ιδιωτικής Ασφάλισης και ζ) ένα στέλεχος από την Επιτροπή Λογιστικής Τυπο­ποίησης που προτείνεται από το Διοικητικό Συμβούλιο της Επιτροπής Λογιστικής Τυποποίησης και Ελέγχων.

    Κατά την ίδια διαδικασία προτείνεται και διορίζεται ένας αναπληρωτής για κάθε τακτικό μέλος.

    Τα μέλη της Επιτροπής πρέπει να διακρίνονται για την επιστημονική τους κατάρτιση, το ήθος τους και την επαγγελματική τους ικανότητα και εμπειρία στον τραπεζικό, οικονομικό ή νομικό τομέα.

 

    5. Ο Πρόεδρος και τα μέλη αποτελούν την Ολομέ­λεια της Επιτροπής η οποία βρίσκεται σε απαρτία όταν παρίσταται ο Πρόεδρος και πέντε τουλάχιστον από τα μέλη της, αποφασίζει δε κατ' απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων μελών της και σε περίπτωση ισοψηφίας υπερισχύει η ψήφος του Προέδρου. Στις αποφάσεις της Ολομέλειας καταχωρίζεται πάντοτε και τυχόν υπάρχου­σα γνώμη της μειοψηφίας.

 

    6. Η Επιτροπή έχει τις εξής αρμοδιότητες:

    α) Συγκεντρώνει, διερευνά και αξιολογεί τις πληροφο­ρίες που διαβιβάζονται σε αυτήν από υπόχρεα πρόσωπα και άλλους δημόσιους και ιδιωτικούς φορείς και αφο­ρούν ύποπτες ή ασυνήθεις συναλλαγές ή δραστηριότη­τες, ή επιχειρηματικές, επαγγελματικές ή συναλλακτικές σχέσεις που ενδεχομένως σχετίζονται με νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ή χρηματο­δότηση της τρομοκρατίας και ζητεί κάθε επιπρόσθετη πληροφορία για την εκπλήρωση των καθηκόντων της.

    β) Δέχεται, διερευνά και αξιολογεί κάθε πληροφορία σχετική με συναλλαγές ή δραστηριότητες, σχετιζόμενες ενδεχομένως με τα αδικήματα του στοιχείου α', που δι­αβιβάζονται σε αυτήν από αλλοδαπούς φορείς, με τους οποίους και συνεργάζεται για την παροχή κάθε δυνατής συνδρομής, καθώς και κάθε πληροφορία που περιέρχε­ται σε γνώση της από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, το διαδίκτυο ή από οποιαδήποτε άλλη πηγή.

    γ) Δίνει κατευθυντήριες οδηγίες στα υπόχρεα πρόσω­πα και φορείς που αναφέρονται στα ως άνω στοιχεία α' και β' όσον αφορά τη διαχείριση μιας υπόθεσης ή την αποτελεσματικότερη διεκπεραίωση των ερευνών της.

    δ) Έχει πρόσβαση σε κάθε μορφής αρχείο δημόσιας αρχής ή Οργανισμού που τηρεί και επεξεργάζεται δεδο­μένα, περιλαμβανομένου του συστήματος «Τειρεσίας».

    ε) Μπορεί να διενεργεί ειδικούς επιτόπιους ελέγχους, σε σοβαρές κατά την κρίση της υποθέσεις, σε οποιαδή­ποτε δημόσια υπηρεσία ή σε οργανισμούς και επιχειρή­σεις του δημόσιου τομέα ή σε εγκαταστάσεις υπόχρεων προσώπων, με δυνατότητα συνεργασίας της εκάστοτε αρμόδιας αρχής ή άλλης δημόσιας αρχής.

    στ) Ζητεί τη συνεργασία δημόσιων υπηρεσιών, νομι­κών προσώπων του δημόσιου και του ιδιωτικού δικαίου και οργανισμών οποιασδήποτε μορφής, καθώς και την παροχή στοιχείων, στο πλαίσιο ελέγχου και έρευνας υποθέσεων σχετικών με τα αδικήματα των άρθρων 2 και 3 του παρόντος νόμου. επίσης μπορεί να ζητεί οποι­αδήποτε στοιχεία και από δικαστικές, προανακριτικές ή ανακριτικές αρχές.

    ζ) Ενημερώνει εγγράφως ή με ασφαλές ηλεκτρονικό μέσο τον διαβιβάζοντα την πληροφορία ότι την έλαβε και του παρέχει άλλα σχετικά στοιχεία, χωρίς όμως να παραβιάζεται το απόρρητο των ερευνών της ή να δυσχεραίνεται η άσκηση των αρμοδιοτήτων της.

    η) Ενημερώνει τις αρμόδιες αρχές για περιπτώσεις που ενδέχεται να συνδέονται με μη συμμόρφωση ή ελλιπή συνεργασία με αυτήν των εποπτευόμενων από αυτές υπόχρεων προσώπων προς τις υποχρεώσεις τους, σύμφωνα με τον παρόντα νόμο.

    θ) Ζητεί κάθε πληροφορία που απαιτείται για τις έρευ-νές της από τις αρμόδιες αρχές και τα υπόχρεα πρόσω­πα, περιλαμβανομένων και ομαδοποιημένων πληροφο­ριών που αφορούν ορισμένες κατηγορίες συναλλαγών ή δραστηριοτήτων ή φυσικών ή νομικών προσώπων ή νομικών σχημάτων της ημεδαπής ή της αλλοδαπής.

    ι) Δύναται να εξετάζει, στο πλαίσιο των ερευνών της, στοιχεία και ενδείξεις για τον εντοπισμό απόπειρας ή διάπραξης βασικού αδικήματος, προκειμένου να διαπι­στώσει τον παράνομο χαρακτήρα περιουσιακών στοι­χείων και την πιθανή νομιμοποίησή τους ή τη σύνδεσή τους με τρομοκρατικές πράξεις ή χρηματοδότηση της τρομοκρατίας.

    ια) Συνεργάζεται και ανταλλάσσει πληροφορίες με τους αναφερόμενους στο άρθρο 40 φορείς.

    ιβ) Τηρεί στατιστικά στοιχεία σύμφωνα με το άρθρο 38.

    ιγ) Προβαίνει στις ενέργειες που προβλέπονται στο άρθρο 49 του παρόντος νόμου για την εφαρμογή του μέτρου της δέσμευσης περιουσιακών στοιχείων που επιβάλλεται με αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας του Ο.Η.Ε. και των οργάνων του και με Κανονισμούς και αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

 

    7. Κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, ο Πρό­εδρος, τα μέλη και οι υπάλληλοι της Επιτροπής έχουν υποχρέωση να τηρούν τις αρχές της αντικειμενικότητας και αμεροληψίας και να απέχουν από την εξέταση υπο­θέσεων για τις οποίες υπάρχει πιθανότητα σύγκρουσης συμφερόντων ή στις οποίες εμπλέκονται πρόσωπα οι­κεία, φιλικά ή συνδεόμενα με αυτούς με επαγγελματική, επιχειρηματική ή προσωπική σχέση ή σχέση εξάρτησης. Επίσης έχουν καθήκον να τηρούν εχεμύθεια για πληρο­φορίες των οποίων λαμβάνουν γνώση κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Η υποχρέωση αυτή διατηρείται και μετά την εκούσια ή ακούσια αποχώρησή τους από την Επιτροπή. Οι παραβαίνοντες το ανωτέρω καθήκον εχεμύθειας τιμωρούνται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών.

 

    8. Η Επιτροπή υποστηρίζεται από επιστημονικό, διοι­κητικό και βοηθητικό προσωπικό, το οποίο αποσπάται από Υπουργεία, καθώς και από τους φορείς οι οποίοι αναφέρονται στην παράγραφο 4 του παρόντος άρθρου. Για το σκοπό αυτόν, με την απόφαση της παραγρά­φου 13, συνιστώνται και κατανέμονται στις υπηρεσίες της Επιτροπής έως πενήντα συνολικά θέσεις, οι οποίες πληρούνται με απόσπαση. Ειδικότερα σε θέσεις επιστη­μονικού προσωπικού αποσπώνται υπάλληλοι με ειδικές γνώσεις και εμπειρία στην αντιμετώπιση υποθέσεων νο­μιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, χρηματοδότησης της τρομοκρατίας και καταπολέμησης σοβαρών οικονομικών εγκλημάτων. Οι αποσπάσεις του προσωπικού που αναφέρεται στα προηγούμενα εδάφια γίνονται, μετά από πρόταση του Προέδρου της Επιτρο­πής, κατά παρέκκλιση των κειμένων διατάξεων:

    i. Με κοινή απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οι­κονομικών και του αρμόδιου κατά περίπτωση Υπουργού, αν ο αποσπώμενος προέρχεται από Υπουργείο,

    ii. με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονο­μικών, ύστερα από γνώμη του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος ή των Προέδρων των άλλων κατά περί­πτωση φορέων, αν ο αποσπώμενος προέρχεται από φορείς εκ των αναφερομένων στην παράγραφο 4 του παρόντος άρθρου.

    Τα ανωτέρω Υπουργεία και φορείς μεριμνούν για την επαρκή στελέχωση της Επιτροπής και εξασφαλίζουν ότι οι υπάλληλοί τους που αποσπώνται στην Επιτρο­πή έχουν την απαιτούμενη επιστημονική κατάρτιση, υπηρεσιακή εμπειρία και ικανότητα για την ανάληψη συγκεκριμένων θέσεων, καθώς και άριστο υπηρεσιακό μητρώο.

 

    9. Με απόφαση του Προέδρου ορίζονται ως εντεταλ­μένα μέλη, τα μέλη στα οποία ανατίθεται η γενικότερη εποπτεία υπηρεσιακών μονάδων που συνιστώνται με την απόφαση της παραγράφου 13 του παρόντος άρθρου. Τα εντεταλμένα μέλη μεριμνούν για την κατάρτιση και εκπαίδευση υπαλλήλων της μονάδας τους, για το συ­ντονισμό της δράσης της μονάδας με τις άλλες μονάδες και με την Ολομέλεια της Επιτροπής, αξιολογούν την αποτελεσματικότητα της λειτουργίας της μονάδας και προτείνουν στην Ολομέλεια τρόπους και μέτρα βελτί­ωσης της αποτελεσματικότητάς της.

 

    10. Για τα αδικήματα του άρθρου 2 και τα συναφή με αυτά βασικά αδικήματα του άρθρου 3 του παρόντος η Επιτροπή ενεργεί αρχικά έρευνα όταν λαμβάνει γνώση οποιασδήποτε ύποπτης συναλλαγής ή δραστηριότητας από αναφορές των υπόχρεων προς υποβολή προσώπων ή από οποιαδήποτε άλλη πηγή. Μετά το πέρας της έρευνας αυτής η Ολομέλεια της Επιτροπής αποφασίζει αν πρέπει να συνεχισθεί η έρευνα ή να τεθεί η υπόθεση στο αρχείο ή να παραπεμφθεί στον αρμόδιο Εισαγγελέα εφόσον τα συλλεγέντα στοιχεία κρίνονται επαρκή για την ανωτέρω παραπομπή ή τέλος αν επιβάλλεται η διε­νέργεια ποινικής προκαταρκτικής εξέτασης. Η υπόθεση που αρχειοθετήθηκε μπορεί οποτεδήποτε να ανασυρθεί για να συνεχιστεί η έρευνα ή να συσχετισθεί με οποι­αδήποτε άλλη έρευνα της Επιτροπής που αφορά σε ύποπτη συναλλαγή ή δραστηριότητα.

 

    11. Στις περιπτώσεις που η Ολομέλεια της Επιτροπής αποφασίζει τη διενέργεια ποινικής προκαταρκτικής εξέτασης, ορίζει τον υπάλληλο ή σε εξαιρετικές περι­πτώσεις επί ιδιαίτερα σοβαρών υποθέσεων, το μέλος της Επιτροπής, οι οποίοι θεωρούνται ειδικοί προανα­κριτικοί υπάλληλοι και διενεργούν την προκαταρτική εξέταση, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (Κ.Π.Δ.). Ο υπάλληλος ενεργεί την εξέταση αυτή υπό τη διεύθυνση και εποπτεία του Προέδρου της Επιτροπής. Κατά τη διάρκεια της ποινικής προ­καταρτικής εξέτασης επιτρέπεται, εφόσον κρίνεται αναγκαίο, η προσαγωγή μαρτύρων και υπόπτων για εξέταση, καθώς και η διενέργεια έρευνας κατ' οίκον ή σε επαγγελματικούς χώρους των φυσικών ή νομικών προσώπων που είναι ύποπτα τέλεσης των αδικημάτων των άρθρων 2 και 3 του παρόντος, με την τήρηση των εγγυήσεων του άρθρου 9 του Συντάγματος. Μετά την ολοκλήρωση της προκαταρκτικής εξέτασης η σχημα­τισθείσα δικογραφία διαβιβάζεται από τον Πρόεδρο στον αρμόδιο Εισαγγελέα. Οι υπάλληλοι ή τα μέλη της Επιτροπής δεν κωλύονται να εξετασθούν ως μάρτυρες στο ακροατήριο για την υπόθεση στην οποία ενήργησαν την προκαταρτική εξέταση.

 

    12.Έναντι της Επιτροπής δεν ισχύει, κατά τη διάρκεια των ερευνών και ελέγχων της, οποιοδήποτε τραπεζικό, χρηματιστηριακό, φορολογικό ή επαγγελματικό απόρ­ρητο με την επιφύλαξη των άρθρων 212, 261 και 262 του Κ.Π.Δ..

 

    13. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών και μετά από γνώμη της Ολομέλειας της Επιτροπής καθορίζονται τα ειδικότερα θέματα που αφορούν στη λειτουργία της Επιτροπής και ιδίως το οργανόγραμμα, οι υπηρεσιακές μονάδες, ο κανονισμός λειτουργίας, οι ειδικότερες αρμοδιότητες της Ολομέ­λειας, του Προέδρου, των μελών, των εντεταλμένων μελών, των υπαλλήλων και των υπηρεσιακών μονάδων, ο τρόπος διαχείρισης των υποθέσεων και η συνεργασία της Επιτροπής με εθνικές και αλλοδαπές αρχές.

 

    14. Ο Πρόεδρος, τα μέλη και οι υπάλληλοι της Επι­τροπής που παραβαίνουν εκ δόλου ή εξ αμελείας τα καθήκοντα και τις υποχρεώσεις του παρόντος άρθρου υπέχουν, ανεξάρτητα από την ποινική, και πειθαρχική ευθύνη. Η πειθαρχική δίωξη κατά του Προέδρου ασκεί­ται και η υπόθεση εκδικάζεται από τα όργανα που προ­βλέπονται στο Σύνταγμα και τον Κώδικα Δικαστικών Λειτουργών.

    Η πειθαρχική δίωξη κατά των μελών της Επιτροπής ασκείται από τον Υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου του άρθρου 18 παράγραφος 3 του ν. 2472/1997 «Προστασία του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτή­ρα» (ΦΕΚ 50 Α'). Τα αρμόδια πειθαρχικά όργανα αποφα­σίζουν σε πρώτο και τελευταίο βαθμό την απαλλαγή ή την παύση του εγκαλουμένου. Η πειθαρχική δίωξη κατά των υπαλλήλων της Επιτροπής ασκείται και η υπόθεση εκδικάζεται από τα αρμόδια πειθαρχικά όργανα των φο­ρέων από τους οποίους προέρχονται, μετά από σχετική αναφορά του Προέδρου της Επιτροπής.

 

    15. Η Επιτροπή συμμετέχει σε διεθνείς φορείς ανταλ­λαγής πληροφοριών μεταξύ αντίστοιχων με αυτή αρχών, ιδίως στο Δίκτυο των αρχών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (FIU-Net) και στη διεθνή Ομάδα Έγκμοντ (Egmont Group), παρακολουθεί τις εργασίες τους και συμμετέχει, κατά το δυνατόν, σε ομάδες εργασίας αυτών των φορέων.

 

    16. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οι­κονομικών καθορίζονται κατά παρέκκλιση κάθε άλλης διάταξης, η αποζημίωση του Προέδρου, των μελών, των εντεταλμένων μελών και οι πρόσθετες αμοιβές του προ­σωπικού που υπηρετεί με απόσπαση. Οι υπηρετούντες με απόσπαση στην Επιτροπή λαμβάνουν, από της αποσπάσεώς τους, το σύνολο των πάσης φύσεως αποδο­χών, αποζημιώσεων, επιδομάτων και λοιπών αμοιβών, από την υπηρεσία από την οποία έχουν αποσπασθεί, όπως εκάστοτε διαμορφώνονται, καθώς και τις προα­ναφερθείσες πρόσθετες αμοιβές και τις τυχόν πραγ­ματοποιούμενες υπερωρίες. Οι πρόσθετες αμοιβές δεν υπόκεινται σε κρατήσεις υπέρ τρίτων.

 

    17. Ο Πρόεδρος και τα μέλη της Επιτροπής υποβάλ­λουν κατ' έτος στην Εισαγγελία του Αρείου Πάγου την προβλεπόμενη από το ν. 3213/2003 (ΦΕΚ 309 Α'), όπως εκάστοτε ισχύει, δήλωση περιουσιακής κατάστασης.

 

    18. Ο Πρόεδρος της Επιτροπής υποβάλλει κατ' έτος, εντός του Ιανουαρίου, έκθεση προς την Επιτροπή Θε­σμών και Διαφάνειας της Βουλής στην οποία αναφέ­ρονται οι δραστηριότητες της Επιτροπής και σχετικά πληροφοριακά και στατιστικά στοιχεία.