N. 4308/2014 Άρθρο 17 Γενικές αρχές σύνταξης χρηματοοικονομικών καταστάσεων

1. Οι χρηματοοικονομικές καταστάσεις συντάσσονται με σαφήνεια, σύμφωνα με τις θεμελιώδεις παραδοχές του δουλευμένου και της συνέχισης της δραστηριότη­τας, καθώς και τις ακόλουθες γενικές αρχές:

α) Οι λογιστικές πολιτικές χρησιμοποιούνται με συνέ­πεια από περίοδο σε περίοδο, ώστε να διασφαλίζεται η συγκρισιμότητα των χρηματοοικονομικών πληροφοριών. Σε περιπτώσεις αλλαγής αυτών, έχει εφαρμογή το άρ­θρο 28 αυτού του νόμου.

β) Όταν τα ποσά της προηγούμενης περιόδου (ή πε­ριόδων, όταν παρουσιάζονται περισσότερες περίοδοι) δεν είναι συγκρίσιμα με τα αντίστοιχα της τρέχουσας περιόδου, τα ποσά της προηγούμενης περιόδου (περιό­δων) προσαρμόζονται αναλόγως, ώστε να γίνουν συ­γκρίσιμα.

γ) Η αναγνώριση και η επιμέτρηση των στοιχείων του ισολογισμού και της κατάστασης αποτελεσμάτων γίνε­ται με σύνεση και ξεχωριστά για κάθε στοιχείο. Συμψη­φισμοί μεταξύ περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσε­ων ή μεταξύ εξόδων και εσόδων δεν επιτρέπονται, εκτός εάν τέτοιος συμψηφισμός προβλέπεται από τον παρόντα νόμο.

δ) Όλες οι αρνητικές προσαρμογές της αξίας των πε­ριουσιακών στοιχείων και των υποχρεώσεων αναγνωρί­ζονται στην περίοδο που λαμβάνουν χώρα, ανεξάρτητα από το εάν το αποτέλεσμα της περιόδου είναι κέρδος ή ζημία.

ε) Όλα τα στοιχεία του ισολογισμού και της κατάστα­σης αποτελεσμάτων που προκύπτουν στην τρέχουσα περίοδο αναγνωρίζονται στην περίοδο αυτή βάσει της αρχής του δουλευμένου.

στ) Όλα τα στοιχεία του ισολογισμού και της κατάστα­σης αποτελεσμάτων που προέκυψαν σε προηγούμενη περίοδο, αλλά δεν έχουν αναγνωριστεί κατάλληλα βά­σει των προβλέψεων του παρόντος νόμου, αναγνωρίζο­νται στην τρέχουσα περίοδο, σύμφωνα με το άρθρο 28 του παρόντος νόμου.

ζ) Με την επιφύλαξη του άρθρου 28 του παρόντος νό­μου, τα υπόλοιπα έναρξης του ισολογισμού σε κάθε πε­ρίοδο συμφωνούν με τα αντίστοιχα υπόλοιπα λήξης της προηγούμενης περιόδου.

η) Η παραδοχή της συνέχισης της δραστηριότητας α­ξιολογείται τουλάχιστον για διάστημα 12 μηνών μετά την ημερομηνία του ισολογισμού.

θ) Με την επιφύλαξη του άρθρου 24 του παρόντος νό­μου, κέρδη που δεν έχουν πραγματοποιηθεί την ημερο­μηνία του ισολογισμού, δεν αναγνωρίζονται.

2.   Κάθε κονδύλι των χρηματοοικονομικών καταστάσε­ων αναγράφεται μαζί με το αντίστοιχο ποσό της προη­γούμενης περιόδου. Στην περίπτωση που δεν υπάρχουν ποσά σε καμία περίοδο, το σχετικό κονδύλι παραλείπε­ται.

3.   Στοιχεία των χρηματοοικονομικών καταστάσεων που ικανοποιούν τα σχετικά κριτήρια αναγνώρισης ανα­γνωρίζονται στον ισολογισμό και στην κατάσταση απο­τελεσμάτων, κατά περίπτωση. Η μη αναγνώριση των στοιχείων αυτών δεν υποκαθίσταται από σχετική γνω­στοποίηση στο προσάρτημα.

4.   Ενδεχόμενα περιουσιακά στοιχεία και ενδεχόμενες υποχρεώσεις δεν αναγνωρίζονται ως στοιχεία των πινά­κων των χρηματοοικονομικών καταστάσεων του άρθρου 16.

5.   Οι απαιτήσεις αυτού του νόμου σχετικά με την ανα­γνώριση, επιμέτρηση, παρουσίαση, γνωστοποίηση και ε­νοποίηση, μπορεί να παραβλέπονται, μόνο εάν η επίπτω­ση της μη συμμόρφωσης προς αυτές δεν είναι σημαντι­κή.

6.   Τα κονδύλια των χρηματοοικονομικών καταστάσεων παρακολουθούνται λογιστικά και παρουσιάζονται λαμβά­νοντας υπόψη την οικονομική ουσία των συναλλαγών ή γεγονότων.

7.   Οι οντότητες που καταρτίζουν τις χρηματοοικονομι­κές τους καταστάσεις, σύμφωνα με το πλαίσιο που καθο­ρίζεται στον παρόντα νόμο δύνανται να αναζητούν ερ­μηνευτική καθοδήγηση από τα σχετικά Δ.Π.Χ.Α., στο βαθμό που οι ρυθμίσεις των προτύπων αυτών είναι συμ­βατές με τον παρόντα νόμο.

8.   Γεγονότα που έγιναν εμφανή μετά τη λήξη της πε­ριόδου (ημερομηνία αναφοράς), αλλά πριν από την ημε­ρομηνία κατά την οποία το αρμόδιο όργανο εγκρίνει τις χρηματοοικονομικές καταστάσεις για δημοσιοποίηση, α­ναγνωρίζονται στην κλειόμενη περίοδο, εφόσον αναφέ­ρονται σε συνθήκες που υπήρχαν στο τέλος αυτής της περιόδου και επηρεάζουν τα κονδύλια του ισολογισμού και της κατάστασης αποτελεσμάτων.

9.   Όπου, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, η εφαρμογή μιας διάταξης του παρόντος νόμου έρχεται σε σύγκρουση με την υποχρέωση της παραγράφου 2 του άρθρου 16 περί εύλογης παρουσίασης, επιβάλλεται παρέκκλιση από τη διάταξη αυτή προκειμένου να ικανοποιηθεί η απαίτηση της εύλογης παρουσίασης. Αυτές οι εξαιρετικές περι­πτώσεις αφορούν ασυνήθεις συναλλαγές ή γεγονότα.

10.     Όταν οι χρηματοοικονομικές καταστάσεις συντάσ­σονται με βάση τη θεμελιώδη παραδοχή της συνέχισης της δραστηριότητας της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, τα στοιχεία των χρηματοοικονομικών καταστά­σεων επιμετρώνται, σύμφωνα με το κεφάλαιο 5 του πα­ρόντος νόμου.

11. Όταν οι χρηματοοικονομικές καταστάσεις δεν συ­ντάσσονται με βάση τη θεμελιώδη παραδοχή της συνέχι­σης της δραστηριότητας της παραγράφου 1 του παρό­ντος άρθρου:

α) Τα περιουσιακά στοιχεία επιμετρώνται στις καθαρές ρευστοποιήσιμες αξίες τους.

β) Οι υποχρεώσεις, περιλαμβανομένων των προβλέψε­ων, επιμετρώνται στα ποσά που αναμένεται να απαιτη­θούν για το διακανονισμό τους.