N. 4308/2014 Άρθρο19 Χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία

 Όλα τα χρηματοοικονομικά στοιχεία αναγνωρίζο­νται αρχικά στο κόστος.

 Μεταγενέστερα της αρχικής αναγνώρισης, τα χρη­ματοοικονομικά στοιχεία επιμετρώνται στο κόστος κτή­σεως μείον ζημίες απομείωσης.

 Ειδικότερα, μεταγενέστερα της αρχικής αναγνώρι­σης τα έντοκα χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία επιμετρώνται στο αποσβέσιμο κόστος με τη χρήση της μεθόδου του πραγματικού επιτοκίου ή με τη σταθερή μέ­θοδο, αντί του κόστους της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου, εάν η μέθοδος του αποσβέσιμου κόστους έχει σημαντική επίπτωση στα ποσά των χρηματοοικονομικών καταστάσεων. H μέθοδος του αποσβέσιμου κόστους κτήσης χρησιμοποιείται μόνο κατά την επιμέτρηση έντο­κων χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων. Ως έ­ντοκα χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία θεωρού­νται και τα στοιχεία εκείνα που τεκμαίρεται ότι εμπεριέ­χουν σημαντικά ποσά τόκων, έστω και εάν αυτό δεν ορί­ζεται ρητά.

 Τα χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία υπό­κεινται σε έλεγχο απομείωσης, όταν υπάρχουν σχετικές ενδείξεις.

 Ενδείξεις απομείωσης θεωρείται ότι υφίστανται ό­ταν:

α) Υπάρχουν προφανείς, σοβαρές χρηματοοικονομι­κές δυσκολίες του εκδότη ή του υπόχρεου των χρηματο­οικονομικών στοιχείων ή

β) η λογιστική αξία είναι σημαντικά υψηλότερη από την εύλογη αξία αυτών των στοιχείων (όταν η εύλογη α­ξία υπάρχει) ή

γ) δυσμενείς τοπικές, εθνικές ή διεθνείς συνθήκες αυ­ξάνουν την πιθανότητα αθέτησης βασικών δεσμεύσεων που απορρέουν από τα χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία.

Ζημία απομείωσης προκύπτει όταν η λογιστική αξία του στοιχείου είναι μεγαλύτερη από το ποσό που η οντό­τητα εκτιμά ότι θα ανακτήσει από το στοιχείο αυτό.

Το ποσό που η οντότητα εκτιμά ότι θα ανακτήσει α­πό ένα χρηματοοικονομικό περιουσιακό στοιχείο είναι το μεγαλύτερο από:

α) Την παρούσα αξία του ποσού που εκτιμάται ότι θα ληφθεί από το περιουσιακό στοιχείο, υπολογιζόμενη με τη χρήση του αρχικού πραγματικού επιτοκίου ή

β) την εύλογη αξία του στοιχείου, μειωμένη με το α­παιτούμενο κόστος πώλησης.

 Οι ζημίες απομείωσης αναγνωρίζονται στην κατά­σταση αποτελεσμάτων και αναστρέφονται ως κέρδη σε αυτή, όταν οι συνθήκες που τις προκάλεσαν πάψουν να υφίστανται. Αναστροφή γίνεται μέχρι της αξίας που θα είχε το στοιχείο, εάν δεν είχε αναγνωριστεί ζημία απο- μείωσης. Ειδικότερα, για τα χρηματοοικονομικά στοιχεία του μη κυκλοφορούντος ενεργητικού οι ζημίες απομείω- σης αναγνωρίζονται όταν εκτιμάται ότι η απομείωση εί­ναι μόνιμου χαρακτήρα.

Η οντότητα παύει να αναγνωρίζει ένα χρηματοοικο­νομικό περιουσιακό στοιχείο όταν και μόνον όταν:

α) Εκπνεύσουν τα συμβατικά δικαιώματα επί των τα­μιακών ροών του στοιχείου ή

β) μεταβιβάσει όλους ουσιαστικά τους κινδύνους και τα οφέλη που προκύπτουν από την κυριότητα του στοι­χείου αυτού.

Κατά την παύση αναγνώρισης ενός χρηματοοικο­νομικού περιουσιακού στοιχείου αναγνωρίζεται ως κέρ­δος ή ζημία στα αποτελέσματα, η διαφορά μεταξύ της λογιστικής αξίας και του ανταλλάγματος που λαμβάνε­ται (συμπεριλαμβανομένου κάθε νέου περιουσιακού στοιχείου που αποκτάται μείον κάθε νέα υποχρέωση που αναλαμβάνεται).

Τα χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία πα­ρουσιάζονται στον ισολογισμό ως μη κυκλοφορούντα ή ως κυκλοφορούντα, ανάλογα με τις προθέσεις της διοί­κησης της οντότητας και το συμβατικό ή εκτιμώμενο χρόνο διακανονισμού τους.