N. 4308/2014 Άρθρο 34 Κανόνες κατάρτισης ενοποιημένων χρηματοοικονομικών καταστάσεων

1. Οι ενοποιημένες χρηματοοικονομικές καταστάσεις καταρτίζονται, σύμφωνα με τα υποδείγματα Β.7 έως και Β.10 του Παραρτήματος Β' του παρόντος νόμου.

2.   Τα άρθρα 16 έως 29 του παρόντος νόμου εφαρμόζο­νται αναφορικά με τις ενοποιημένες χρηματοοικονομι­κές καταστάσεις, λαμβάνοντας υπόψη τις ουσιώδεις προσαρμογές που προκύπτουν από τα ιδιαίτερα χαρα­κτηριστικά των ενοποιημένων χρηματοοικονομικών κα­ταστάσεων σε σύγκριση με τις ετήσιες χρηματοοικονο­μικές καταστάσεις.

3.   Τα περιουσιακά στοιχεία και οι υποχρεώσεις των ο­ντοτήτων που περιλαμβάνονται στην ενοποίηση ενσω­ματώνονται στο σύνολό τους στον ενοποιημένο ισολογι­σμό.

4.   Οι λογιστικές αξίες των μετοχών στο κεφάλαιο των οντοτήτων που περιλαμβάνονται στην ενοποίηση συμ­ψηφίζονται έναντι της αναλογίας που αντιπροσωπεύουν στην καθαρή θέση εκείνων των οντοτήτων, ως εξής:

α) Εκτός της περίπτωσης μετοχών στο κεφάλαιο της μητρικής οντότητας που κατέχονται είτε από την ίδια την οντότητα είτε από άλλη οντότητα που περιλαμβάνε­ται στην ενοποίηση, οι οποίες αντιμετωπίζονται ως ίδιες μετοχές, σύμφωνα με τον παρόντα νόμο, ο εν λόγω συμ­ψηφισμός γίνεται με βάση τις λογιστικές αξίες που υ­πάρχουν κατά την ημερομηνία που εκείνες οι οντότητες περιελήφθησαν στην ενοποίηση για πρώτη φορά. Οι δια­φορές που προκύπτουν από τον συμψηφισμό κατανέμο­νται, στο βαθμό που είναι δυνατόν, σε εκείνα τα στοιχεία του ενοποιημένου ισολογισμού, των οποίων οι εύλογες αξίες είναι μεγαλύτερες ή μικρότερες από τις λογιστικές αξίες τους.

β) Η διαφορά που απομένει μετά την εφαρμογή της περίπτωσης α' αφορά υπεραξία και αντιμετωπίζεται λο­γιστικά ως εξής:

β1) Η θετική διαφορά εμφανίζεται στον ενοποιημένο ι­σολογισμό ως περιουσιακό στοιχείο με τον τίτλο «Υπε­ραξία» και αντιμετωπίζεται, κατά περίπτωση, βάσει των παραγράφων 3(α)(6) ή 3(α)(7) του άρθρου 18.

β2) Η αρνητική διαφορά υποδηλώνει αγορά σε τιμή ευ­καιρίας και μεταφέρεται άμεσα στα αποτελέσματα των ενοποιημένων χρηματοοικονομικών καταστάσεων ως κέρδος.

γ) Όταν η μητρική και η θυγατρική ελέγχονται τελικά από το ίδιο μέρος τόσο πριν όσο και μετά την ενοποίηση, και εφόσον ο έλεγχος δεν είναι προσωρινός, δεν εφαρ­μόζονται οι προβλέψεις του δεύτερου εδαφίου της περί­πτωσης α' και η περίπτωση β' της παρούσας παραγρά­φου. Στην περίπτωση αυτή η λογιστική αξία της κατεχό­μενης από τη μητρική επένδυσης συμψηφίζεται με την α­ξία που αντιστοιχεί στο ποσοστό των ιδίων κεφαλαίων της θυγατρικής που κατέχει η μητρική και τυχόν διαφο­ρές καταχωρούνται στα αποτελέσματα εις νέον του ενο­ποιημένου ισολογισμού.

5.   Όταν μετοχές θυγατρικών οντοτήτων που περιλαμ­βάνονται στην ενοποίηση κατέχονται από πρόσωπα, άλ­λα εκτός του ομίλου, το ποσό που αποδίδεται σε αυτές τις μετοχές εμφανίζεται ξεχωριστά στην καθαρή θέση του ενοποιημένου ισολογισμού ως «δικαιώματα που δεν ασκούν έλεγχο».

6.   Τα έσοδα, κέρδη, έξοδα και ζημίες των οντοτήτων που περιλαμβάνονται στην ενοποίηση ενσωματώνονται πλήρως στην ενοποιημένη κατάσταση αποτελεσμάτων.

7.   Το ποσό του κέρδους ή ζημίας που αποδίδεται στις μετοχές που αναφέρονται στην παράγραφο 5 του παρό­ντος άρθρου εμφανίζεται ξεχωριστά στην ενοποιημένη κατάσταση αποτελεσμάτων, ως κέρδος ή ζημία που απο­δίδεται στα δικαιώματα που δεν ασκούν έλεγχο.

8.   Οι ενοποιημένες χρηματοοικονομικές καταστάσεις εμφανίζουν τα περιουσιακά στοιχεία, τις υποχρεώσεις, τις χρηματοοικονομικές θέσεις, τα κέρδη ή τις ζημίες των οντοτήτων που περιλαμβάνονται στην ενοποίηση, ως να ήταν μια οντότητα. Ιδιαίτερα, τα κατωτέρω απα­λείφονται από τις ενοποιημένες χρηματοοικονομικές κα­ταστάσεις:

α) Υποχρεώσεις και απαιτήσεις μεταξύ των οντοτή­των.

β) Έσοδα, κέρδη, έξοδα και ζημίες που σχετίζονται με συναλλαγές μεταξύ των οντοτήτων.

γ) Κέρδη και ζημίες που προκύπτουν από συναλλαγές μεταξύ των οντοτήτων, όταν περιλαμβάνονται στις λογι­στικές αξίες των περιουσιακών στοιχείων.

9.   Οι ενοποιημένες χρηματοοικονομικές καταστάσεις συντάσσονται κατά την ίδια ημερομηνία με τις ετήσιες χρηματοοικονομικές καταστάσεις της μητρικής οντότη­τας.

10.    Τα περιουσιακά στοιχεία και οι υποχρεώσεις που περιλαμβάνονται στην ενοποίηση επιμετρώνται με τις ί­διες μεθόδους και, σύμφωνα με τα άρθρα 16 έως 29 του παρόντος νόμου.

11.    Όταν τα περιουσιακά στοιχεία και οι υποχρεώσεις που περιλαμβάνονται στις ενοποιημένες χρηματοοικο­νομικές καταστάσεις έχουν επιμετρηθεί, από οντότητες που περιλαμβάνονται στην ενοποίηση, με τη χρήση δια­φορετικών λογιστικών πολιτικών από αυτές που χρησι­μοποιούνται για σκοπούς της ενοποίησης, τα εν λόγω περιουσιακά στοιχεία και οι υποχρεώσεις επαναμετρού- νται, σύμφωνα με τις μεθόδους που χρησιμοποιούνται στην ενοποίηση. Παρέκκλιση από αυτή την απαίτηση επι­τρέπεται σε εξαιρετικές περιπτώσεις. Κάθε τέτοια πα­ρέκκλιση γνωστοποιείται και δικαιολογείται στις σημειώ­σεις των χρηματοοικονομικών καταστάσεων.

12.    Αναβαλλόμενοι φόροι αναγνωρίζονται στις ενο­ποιημένες χρηματοοικονομικές καταστάσεις, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 23. Κατ' εξαίρεση δεν επι­τρέπεται συμψηφισμός στον ισολογισμό αναβαλλόμε­νων φορολογικών απαιτήσεων με αναβαλλόμενες φορο­λογικές υποχρεώσεις, όταν τα σχετικά ποσά προέρχο­νται από οντότητες που λειτουργούν σε διαφορετικές φορολογικές δικαιοδοσίες.

13.    Οι κοινές δραστηριότητες ενοποιούνται με τη χρή­ση της μεθόδου της αναλογικής ενοποίησης. Οι παρά­γραφοι 6 και 7 του άρθρου 33 και το παρόν άρθρο εφαρ­μόζονται κατ' αναλογία στην αναλογική ενοποίηση.

14.    Όταν η θυγατρική μιας μητρικής οντότητας καταρ­τίζει τις χρηματοοικονομικές της καταστάσεις σε ένα νό­μισμα άλλο από το νόμισμα στο οποίο καταρτίζονται οι χρηματοοικονομικές καταστάσεις της μητρικής οντότη­τας, τα στοιχεία των χρηματοοικονομικών καταστάσεων της θυγατρικής μετατρέπονται στο νόμισμα στο οποίο καταρτίζονται οι χρηματοοικονομικές καταστάσεις της μητρικής οντότητας ως εξής:

α) Τα στοιχεία της κατάστασης αποτελεσμάτων μετα­τρέπονται με τη μέση ισοτιμία της περιόδου αναφοράς.

β) Τα περιουσιακά στοιχεία και οι υποχρεώσεις μετα­τρέπονται με τη συναλλαγματική ισοτιμία κλεισίματος της ημερομηνίας του ισολογισμού.

γ) Τα στοιχεία της καθαρής θέσης μετατρέπονται με τη συναλλαγματική ισοτιμία της ημερομηνίας κατά την ο­ποία εισφέρθηκαν ή σχηματίσθηκαν.

δ) Οι συναλλαγματικές διαφορές που προκύπτουν από τις παραπάνω μετατροπές υπό α', β' και γ' αναγνωρίζο­νται κατευθείαν ως στοιχείο (διαφορά) στην καθαρή θέ­ση. Το στοιχείο αυτό της καθαρής θέσης μεταφέρεται στην ενοποιημένη κατάσταση αποτελεσμάτων κατά την εκποίηση της θυγατρικής.