1. Χρέη προς το Δημόσιο που οφείλονται από επιτηδευματίες, οι οποίοι είχαν αναθέσει το χειρισμό των εν γένει φορολογικών τους υποθέσεων και την εμπρόθεσμη καταβολή των πάσης φύσεων φόρων και τελών σε λογιστές, οι οποίοι εξαπάτησαν τους εντολείς τους και δεν υπέβαλαν ή υπέβαλαν ανακριβείς δηλώσεις και παρακράτησαν τα χρηματικά ποσά, τα οποία εμπρόθεσμα τους είχαν δοθεί από τους υπόχρεους για την εξόφληση των οφειλών τους, ρυθμίζονται ως εξής:
Α. Οι ως άνω επιτηδευματίες, φυσικά ή νομικά πρόσωπα, οι οποίοι, συνεπεία της αιτίας που προαναφέρεται δεν έχουν υποβάλει ή έχουν υποβάλει ανακριβείς δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος οικονομικών ετών 1988 έως και 1997 μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, δύνανται να υποβάλλουν γι' αυτά τα οικονομικά έτη αρχικές ή συμπληρωματικές κατά περίπτωση δηλώσεις στις αρμόδιες Δ.Ο.Υ. μέσα σε ένα (1) μήνα από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, χωρίς την επιβολή των προβλεπόμενων κυρώσεων λόγω της εκπρόθεσμης υποβολής τους.
Η δυνατότητα υποβολής δήλωσης κατά τα πιο πάνω παρέχεται και για τις ακόλουθες φορολογίες, εφόσον οι πράξεις ή συναλλαγές βάσει των οποίων γεννήθηκε η σχετική φορολογική υποχρέωση πραγματοποιήθηκαν εντός του χρονικού διαστήματος από 1.1.1987 έως και 31.12.1997:
α) Αυτοτελούς φορολογίας εισοδημάτων του άρθρου 32 του ν.δ. 3323/1955 ή του άρθρου 13 του ν.2238/ 1994.
β) Φόρων που παρακρατούνται ή προκαταβάλλονται, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, από τις κάθε είδους αμοιβές, αποδοχές και αποζημιώσεις.
γ) Φόρου υπεραξίας από την αναπροσαρμογή της αξίας των ακινήτων με βάση την Ε.2665/1998 κοινή απόφαση των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, που κυρώθηκε με το ν. 1839/1989 και τα άρθρα 20 έως και 27 του ν. 2065/1992.
δ) Φόρου Προστιθέμενης Αξίας του ν. 1642/1986.
ε) Οποιουδήποτε άλλου φόρου, τέλους, εισφοράς ή κράτησης υπέρ του Δημοσίου που δεν περιλαμβάνεται στις πιο πάνω περιπτώσεις α° έως και δ', με εξαίρεση το φόρο κληρονομιών, δωρεών, γονικών παροχών, μεταβίβασης ακινήτων, ακίνητης περιουσίας, τα τέλη κυκλοφορίας των αυτοκινήτων και μοτοσυκλετών και το τέλος διενέργειας ψυχαγωγικών τεχνικών παιγνίων.
Τα παραπάνω δεν έχουν εφαρμογή στις υποθέσεις των ως άνω επιτηδευματιών για τις οποίες έχουν κοινοποιηθεί φύλλα ελέγχου ή καταλογιστέες πράξεις μέχρι την ημερομηνία δημοσίευσης του παρόντος νόμου.
Η συνολική οφειλή που προκύπτει με βάση τις δηλώσεις αυτές βεβαιώνεται και καταβάλλεται σε δώδεκα (12) ίσες διμηνιαίες δόσεις. Η πρώτη δόση καταβάλλεται μέχρι την τελευταία εργάσιμη για τις δημόσιες υπηρεσίες ημέρα του επόμενου μήνα από τη βεβαίωση της οφειλής και καθεμία από τις επόμενες την τελευταία εργάσιμη,
για τις δημόσιες υπηρεσίες, ημέρα των αντίστοιχων μηνών που ακολουθούν. Το ποσό της κάθε δόσης δεν μπορεί να είναι μικρότερο των εκατό χιλιάδων (100.000) δραχμών. Όταν κατά την εφαρμογή των ανωτέρω προκύπτει ποσό δόσης μικρότερο του ως άνω ορίου, ο αριθμός των δόσεων μειώνεται ανάλογα.
Οι πιο πάνω δηλώσεις είναι παραδεκτές και παράγουν έννομο αποτέλεσμα, εφόσον:
ί) Έχει υποβληθεί νομίμως μέχρι 31.8.1998 μήνυση κατά των υπευθύνων για απάτη, υπεξαίρεση και λοιπές πράξεις, που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος, η οποία, σύμφωνα με βεβαίωση της γραμματείας του οικείου δικαστηρίου, εκκρεμεί μέχρι την υποβολή αυτών των δηλώσεων και από την όποια μήνυση προκύπτει ότι η μη υποβολή των δηλώσεων οφείλεται σε αξιόποινη πράξη των μηνυομένων.
ϋ) Συνοδεύονται από επικυρωμένο αντίγραφο της ως άνω μήνυσης και την ως άνω βεβαίωση.
iii) Δεν περιέχουν επιφύλαξη.
Σε περίπτωση έκδοσης αθωωτικής αμετάκλητης δικαστικής απόφασης ή αμετάκλητου απαλλακτικού βουλεύματος, ανατρέπονται οι ευνοϊκές ρυθμίσεις του παρόντος άρθρου. Τα ποσά που βεβαιώνονται κατ" εφαρμογή των παραπάνω καταβάλλονται εφάπαξ μέχρι την τελευταία εργάσιμη, για τις δημόσιες υπηρεσίες, ημέρα του επόμενου μήνα από τη βεβαίωσή τους.
Β. Οι επιτηδευματίες που εμπίπτουν στις διατάξεις του παρόντος άρθρου και στους οποίους έχουν κοινοποιηθεί φύλλα ελέγχου ή καταλογιστέες πράξεις, που εκκρεμούν μέχρι την ημερομηνία δημοσίευσης του παρόντος νόμου στις αρμόδιες Δ.Ο.Υ. για διοικητική επίλυση της διαφοράς ή στα αρμόδια διοικητικά πρωτοδικεία λόγω άσκησης εμπρόθεσμης προσφυγής, δύνανται. εντός προθεσμίας τριάντα (30) ημερών από την ημερομηνία δημοσίευσης του παρόντος, να ζητήσουν με αίτησή τους τη διοικητική επίλυση της διαφοράς. Η διοικητική επίλυση της διαφοράς επιτυγχάνεται με την αποδοχή από τους επιτηδευματίες των κύριων οφειλών, όπως αυτές προκύπτουν από τα φύλλα ελέγχου και τις καταλογιστέες πράξεις και τη διαγραφή των πρόσθετων φόρων και των προστίμων. Εκκρεμείς ποινικές δίκες που συναρτώνται με τα ως άνω φύλλα ελέγχου και καταλογιστέες πράξεις καταργούνται.
Οι κύριες οφειλές που προκύπτουν κατόπιν της διοικητικής επίλυσης της διαφοράς, μετά το συμψηφισμό, όπου συντρέχει περίπτωση, των κύριων οφειλών, των πρόσθετων φόρων και των προστίμων που έχουν βεβαιωθεί λόγω άσκησης προσφυγής, βεβαιώνονται και καταβάλλονται σύμφωνα με τα οριζόμενα στο τέταρτο έως και έβδομο εδάφιο της προηγούμενης περίπτωσης Α'. Για ποσά πρόσθετων φόρων και προστίμων που έχουν βεβαιωθεί λόγω άσκησης προσφυγής, τα οποία δεν έχουν καταβληθεί και έχουν καταστεί ληξιπρόθεσμα, δεν οφείλονται προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής.
Η κατά τα άνω υποβαλλόμενη αίτηση είναι παραδεκτή και παράγει έννομο αποτέλεσμα, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις i και ϋ της προηγούμενης περίπτωσης Α'. Επιπλέον, στην περίπτωση που τα φύλλα ελέγχου ή οι καταλογιστέες πράξεις εκκρεμούν στα αρμόδια διοικητικά πρωτοδικεία λόγω άσκησης προσφυγής, η παραπάνω αίτηση απαιτείται να συνοδεύεται από βεβαίωση της γραμματείας του οικείου διοικητικού πρωτοδικείου, από την οποία προκύπτει ότι η σχετική φορολογική δίκη καταργήθηκε κατόπιν αίτησης του ενδιαφερόμενου επιτηδευματία.
Τα δύο τελευταία εδάφια της προηγούμενης περίπτωσης Α' ισχύουν ανάλογα και στην παρούσα περίπτωση, καταργούμενης της διοικητικής επίλυσης της διαφοράς.
2. Χρέη των επιτηδευματιών της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, εξαιρουμένων των χρεών από φόρο κληρονομιών, δωρεών, γονικών παροχών, μεταβίβασης ακινήτων και ακίνητης περιουσίας, βεβαιωμένα στις αρμόδιες Δ.Ο.Υ. με τη στενή του όρου έννοια από 1.1.1987 μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος και μη καταβληθέντα μέχρι την ίδια ημερομηνία, τα οποία προέκυψαν λόγω μη υποβολής των δηλώσεων που αναφέρονται στην περίπτωση Α' της προηγούμενης παραγράφου ή λόγω ανακρίβειας των δηλώσεων αυτών, καταβάλλονται σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 1 του παρόντος, οι οποίες ισχύουν ανάλογα, χωρίς τους πρόσθετους φόρους, τα πρόστιμα και τις προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής. Προϋποθέσεις υπαγωγής στη ρύθμιση αυτή είναι η υποβολή στη Δ.Ο.Υ., όπου είναι βεβαιωμένα τα χρέη, από τον οφειλέτη, αίτησης με την οποία θα ζητείται η υπαγωγή στη ρύθμιση του συνόλου του βεβαιούμενου και του οφειλόμενου χρέους της κατηγορίας αυτής, χωρίς τις προσαυξήσεις, και η καταβολή της πρώτης δόσης της ρύθμισης γίνεται μέχρι την τελευταία εργάσιμη, για τις δημόσιες υπηρεσίες, ημέρα του επόμενου μήνα από τη δημοσίευση του παρόντος. Η αίτηση θα συνοδεύεται υποχρεωτικά από επικυρωμένο αντίγραφο της μήνυσης που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος. Οι υπόλοιπες δόσεις καταβάλλονται την τελευταία εργάσιμη, για τις δημόσιες υπηρεσίες. ημέρα των μηνών που ακολουθούν.
Στην περίπτωση που έχουν καταβληθεί ποσά από την ανωτέρω αιτία μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος δεν αναζητούνται και δεν συμψηφίζονται όσον αφορά την κύρια οφειλή. Οι δε πρόσθετοι φόροι, τα πρόστιμα και οι προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής που έχουν βεβαιωθεί για την αιτία αυτή και καταβληθεί, συμψηφίζονται με λοιπά χρέη και υποχρεώσεις των οφειλετών.
Εάν μετά την υπαγωγή τους στη ρύθμιση τα ως άνω πρόσωπα ζητήσουν την κατάργηση της σχετικής ποινικής δίκης ή εμποδίσουν την εξέλιξη αυτής ή δεν εμμείνουν στη μήνυση, τότε εκπίπτουν όλων των ευεργετημάτων της ρύθμισης. Προς τούτο, η γραμματεία των αρμόδιων ποινικών δικαστηρίων οφείλει να ενημερώνει εγκαίρως τον προϊστάμενο της οικείας Δ.Ο.Υ. περί της πορείας και του αποτελέσματος των σχετικών ποινικών δικών. Την ίδια υποχρέωση έχει αμελλητί ο μηνυτής επιτηδευματίας. Επίσης, σε περίπτωση έκδοσης αθωωτικής αμετάκλητης δικαστικής απόφασης, ανατρέπονται οι ευνοϊκές ρυθμίσεις του παρόντος άρθρου.
Η παραγραφή των χρεών, για τα οποία υποβάλλεται αίτηση ρύθμισης με τις διατάξεις αυτές, αναστέλλεται για ολόκληρο το χρονικό διάστημα που αφορά η ρύθμιση ανεξαρτήτως καταβολής οποιασδήποτε δόσης αυτής, μετά δε την παύση της αναστολής δεν συμπληρώνεται η παραγραφή πριν παρέλθει ένα (1) έτος από την παύση αυτής.
Κατά τα λοιπά ισχύουν ανάλογα οι διατάξεις των παραγράφων 5, 6, 8 και 9 του άρθρου 36 του παρόντος.