Ν. 2859: Άρθρο 53 Βεβαίωση του φόρου

 

1.  Ο φόρος βεβαιώνεται από τον αρμόδιο Προϊστάμενο ΔΟΥ στο όνομα του υπόχρεου που προβλέπουν οι διατά­ξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 35.

Για τη βεβαίωση του φόρου, ο Προϊστάμενος ΔΟΥ συ­ντάσσει χρηματικό κατάλογο μέσα σε προθεσμία δύο μη­νών από τη λήξη του μήνα που αποκτήθηκε ο τίτλος βε­βαίωσης και οπωσδήποτε όχι αργότερα από τρία έτη από το τέλος του έτους κατά το οποίο αποκτήθηκε ο τίτλος βε­βαίωσης.

Η παράλειψη βεβαίωσης του φόρου στην προθεσμία των δύο μηνών αποτελεί πειθαρχικό αδίκημα, που τιμω­ρείται σύμφωνα με τις διατάξεις του Υπαλληλικού Κώδι­κα.

2.  Αν δεν επιτεύχθηκε διοικητική επίλυση της διαφοράς και ασκήθηκε από τον υπόχρεο εμπρόθεσμη προσφυγή, βεβαιώνεται αμέσως από τον Προϊστάμενο ΔΟΥ ποσοστό τριάντα στα εκατό (30%) του αμφισβητούμενου κύριου φόρου και του πρόσθετου φόρου.

3.  Για την αναστολή καταβολής φόρου, που βεβαιώνε­ται κατά τις διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου, ε­φαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 200 επ. του Ν. 2717/1999 (ΦΕΚ 97 Α').

4.  Φόρος, που έχει ήδη βεβαιωθεί κατά το ποσό που δεν οφείλεται με βάση οριστική απόφαση του διοικητικού πρωτοδικείου, εκπίπτεται ή επιστρέφεται, κατά περίπτω­ση.

5.  Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών ορίζεται ο τύπος, το περιεχόμενο και ο τρόπος σύνταξης του χρη­ματικού καταλόγου. Με κοινές αποφάσεις του ίδιου Υ­πουργού και του κατά περίπτωση αρμόδιου Υπουργού, μπορεί να ορίζονται και άλλες, εκτός από τις ΔΟΥ, αρχές ή τράπεζες για την είσπραξη του φόρου.