Ν. 3842: Άρθρο 67 Αναγκαστική είσπραξη οφειλών

 

1.  Το άρθρο 33 του Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων (ν.δ. 356/1974 (ΦΕΚ 90 Α') αντικαθίσταται ως ακολούθως:

«Άρθρο 33 Συνέπειες μη υποβολής δήλωσης

Εάν ο τρίτος δεν προβεί σε δήλωση ή προβεί εκπρό­θεσμα ή χωρίς την τήρηση του τύπου που προβλέπεται από το άρθρο 32 του παρόντος, λογίζεται οφειλέτης του Δημοσίου για το σύνολο της απαίτησης, για την οποία επιβλήθηκε η κατάσχεση, εκτός αν αυτός απο­δείξει ότι δεν οφείλει στον καθ'ου ή ότι η οφειλή του είναι μικρότερη από την απαίτηση του Δημοσίου, οπότε απαλλάσσεται ή ευθύνεται μέχρι του ύψους της οφειλής του, κατά περίπτωση.»

2.  Μετά το άρθρο 30 του Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων (ν.δ. 356/1974) προστίθεται νέο άρθρο με αριθμό 30Α που έχει ως ακολούθως:

«Άρθρο 30Α Κατασχέσεις στα χέρια πιστωτικών ιδρυμάτων

Ειδικά για κατασχέσεις απαιτήσεων στα χέρια πι­στωτικών ιδρυμάτων, το κατασχετήριο έγγραφο κοι­νοποιείται στο κεντρικό κατάστημα ή σε οποιοδήποτε υποκατάστημα αυτών και μπορεί να περιέχει πολλούς οφειλέτες του Δημοσίου. Στο κατασχετήριο αυτό έγ­γραφο επισυνάπτεται για τον κάθε οφειλέτη πίνακας στον οποίο αναφέρεται το είδος και το ποσό κάθε οφειλής, ως και ο αριθμός και η χρονολογία βεβαίωσής της. Η δήλωση του πιστωτικού ιδρύματος, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 32, γίνεται κοινή για όλους τους οφειλέτες του κατασχετηρίου εγγράφου και συ­νοδεύεται απαραίτητα από παραστατικό κίνησης του τραπεζικού λογαριασμού του κάθε οφειλέτη για διάστη­μα τουλάχιστον πέντε (5) ημερών πριν την ημερομηνία επίδοσης του κατασχετηρίου εγγράφου και μιας ημέρας μετά από αυτήν, άλλως θεωρείται ότι δεν υποβλήθηκε ποτέ δήλωση.

Η απόδοση των ποσών στην υπηρεσία που επέβαλε την κατάσχεση γίνεται υποχρεωτικά εντός δέκα (10) ημερών από την υποβολή της δήλωσης του πιστωτικού ιδρύματος. Οι διατάξεις των άρθρων 87 και 88 του ν.δ. 17.7/13.8.1923 (ΦΕΚ 224 Α') δεν εφαρμόζονται. Για την ανωτέρω διαδικασία δεν καταβάλλονται έξοδα.»

3.  Στο άρθρο 39 του Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων προστίθεται νέα παράγραφος με αριθμό 6 ως ακολούθως:

«6. Για τα ακίνητα που βρίσκονται σε περιοχή, όπου ισχύει το σύστημα του αντικειμενικού προσδιορισμού της αξίας των ακινήτων για τον υπολογισμό του φόρου μεταβίβασης, η τιμή πρώτης προσφοράς των παραγρά­φων 2 και 5 του παρόντος άρθρου, δεν μπορεί να υπο­λείπεται της αξίας αυτής, όπως ισχύει κατά το χρόνο επιβολής της κατάσχεσης ή κατά το χρόνο έκδοσης του προγράμματος πλειστηριασμού αντίστοιχα.»

Η ανωτέρω διάταξη εφαρμόζεται και για τα προγράμ­ματα πλειστηριασμού που εκδίδονται βάσει προγενέ­στερων της δημοσίευσης του νόμου αυτού κατασχέ­σεων.

4.  Η παράγραφος 1 του άρθρου 41 του Κώδικα Είσπρα­ξης Δημοσίων Εσόδων αντικαθίσταται ως ακολούθως:

«1. O προϊστάμενος της Δ.Ο.Υ. μετά την παρέλευση σαράντα (40) ημερών και το αργότερο σε τέσσερις (4) μήνες από την κατάσχεση, εκδίδει πρόγραμμα πλειστη­ριασμού, που περιέχει τα οριζόμενα στο άρθρο 19 του παρόντος, καθώς και την περιγραφή και την εκτίμηση του κατασχεθέντος κατά την κατασχετήρια έκθεση, και ορίζει ημερομηνία πλειστηριασμού το αργότερο σε πέντε (5) μήνες από την ημερομηνία έκδοσης του προ­γράμματος. Εάν ο πλειστηριασμός δεν διενεργηθεί την ορισθείσα με το πρόγραμμα ημέρα, ο προϊστάμενος της Δ.Ο.Υ. εκδίδει νέο πρόγραμμα το αργότερο εντός έτους από την ημέρα του μη διενεργηθέντος πλειστηριασμού ή επί αναστολής αυτού, από την ημέρα που έπαυσε η αναστολή και ορίζει ημερομηνία πλειστηριασμού κατά τα ανωτέρω.

Οι ανωτέρω προθεσμίες δεν τηρούνται, εφόσον συ­ντρέχει σπουδαίος λόγος, που αναφέρεται σε αιτιολο­γημένη έκθεση του προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ.

Σε κάθε περίπτωση, η έκδοση προγράμματος πλειστη­ριασμού μετά την πάροδο των ανωτέρω προθεσμιών, δεν επιφέρει ακυρότητα αυτού.»

Για τις κατασχέσεις που έχουν επιβληθεί πριν τη δη­μοσίευση του παρόντος νόμου, τα προγράμματα πλει­στηριασμού εκδίδονται το αργότερο εντός έτους από την ημερομηνία δημοσίευσης του νόμου αυτού, με την εφαρμογή όσων ορίζονται στην παράγραφο αυτή.

5.  Στο τέλος της παραγράφου 6 του άρθρου 6 του Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων προστίθενται δύο νέα εδάφια, ως ακολούθως:

«Το ίδιο ισχύει και για τις αναστολές είτε του νό­μιμου τίτλου είτε της ταμειακής βεβαίωσης είτε των πράξεων της διοικητικής εκτέλεσης, που χορηγούνται στα πλαίσια δικαστικής αμφισβήτησης, για το ποσό που οφείλεται τελικά με βάση τη δικαστική απόφαση.

Οι ως άνω αναστολές δεν εμποδίζουν την εφαρμογή των διατάξεων του δεύτερου εδαφίου του άρθρου 8, καθώς και του άρθρου 83 του παρόντος.»

6.α)         Η προσωποκράτηση ως αναγκαστικό μέτρο προς είσπραξη δημοσίων εσόδων καταργείται. Αποφάσεις, που διατάσουν προσωπική κράτηση για βεβαιωμένα και ληξιπρόθεσμα χρέη προς το Δημόσιο και δεν έχουν εκτελεσθεί κατά τη δημοσίευση του νόμου αυτού δεν εκτελούνται. Αν άρχισε η εκτέλεσή τους, διακόπτεται και ο κρατούμενος απολύεται. Εκκρεμείς αιτήσεις, κα­θώς και ένδικα μέσα κατά των ανωτέρω αποφάσεων δεν εισάγονται για συζήτηση και οι υποθέσεις τίθενται στο αρχείο.

β) Η αναστολή της παραγραφής χρεών, για τα οποία υποβλήθηκε αίτηση προσωπικής κράτησης, λήγει με τη δημοσίευση του νόμου αυτού, η παραγραφή τους όμως δεν συμπληρώνεται πριν την πάροδο τουλάχιστον έτους από τη λήξη της αναστολής.

γ) Οι διατάξεις της περίπτωσης 3 του άρθρου 9 του ν.δ. 356/1974 (ΦΕΚ 90 Α'), των άρθρων 231 έως 243 του ν. 2717/1999 (ΦΕΚ 97 Α'), καθώς και των διατάξεων των άρθρων 1 έως 11 του ν. 1867/1989 (ΦΕΚ 227 Α'), όπως ισχύει, καθώς και κάθε άλλη σχετική διάταξη που ανα­φέρεται στο θέμα αυτό, καταργούνται.

7.  Η διάταξη της παραγράφου 4 του άρθρου 58 του ν.δ. 356/1974 (ΦΕΚ 90 Α') εφαρμόζεται αναλόγως και στους πίνακες διανομής που συντάσσουν οι σύνδικοι πτωχεύσεως κατά τις διατάξεις του ν. 3588/2007 (ΦΕΚ

153 Α'), ισχύει δε και για όλα τα Ν.Π.Δ.Δ. οι απαιτήσεις των οποίων εισπράττονται κατά τις διατάξεις του ν.δ. 356/1974.

8. Εφέσεις κατά καταλογιστικών πράξεων ή αποφάσε­ων των Υπουργών, αρμοδίων Κλιμακίων του Ελεγκτικού Συνεδρίου, συλλογικών οργάνων ή μη της Διοίκησης ή άλλου φορέα επί διαχειρίσεως υλικού ή χρηματικού του Δημοσίου, Ν.Π.Δ.Δ., Ο.Τ.Α. και Ν.Π.Ι.Δ. που χρηματοδοτού­νται με δημόσιο ή κοινοτικό χρήμα, οι οποίες ασκούνται από φυσικά ή νομικά πρόσωπα ή από τον αρμόδιο Υπουρ­γό ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου, καθώς και αιτή­σεις αναιρέσεων κατά αποφάσεων των Τμημάτων του Ελεγκτικού Συνεδρίου που εκδίδονται μετά από εκδίκαση έφεσης κατά τα ανωτέρω, ασκούνται εντός προθεσμίας τριάντα (30) ημερών, η οποία αρχίζει για καθέναν από τους διαδίκους από την επίδοση ή την καθ' οιονδήποτε τρόπο περιέλευση ή γνώση της προσβαλλόμενης πράξης ή απόφασης σε αυτούς ή στον νόμιμο αντίκλητό τους και για τον Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας από την περιέλευση της προσβαλλόμενης πράξης ή απόφασης στη Γενική Επιτροπεία της Επικρατείας. Οποιαδήποτε αναβολή στις ως άνω περιπτώσεις γίνεται σε ρητή δικά­σιμο η οποία προσδιορίζεται πάντοτε μέσα σε τριάντα (30) ημέρες από την ημέρα της αναβολής.

Κάθε αντίθετη διάταξη περί την προθεσμία άσκησης των ενδίκων μέσων της έφεσης και αναίρεσης κατά των ως άνω πράξεων ή αποφάσεων ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου καταργείται.